Την τελευταία νύχτα του 1869, 31 Δεκέμβρη είδε το πρώτο φως της ζωής του, στο Κατώ Καμπρεζί της Βόρειας Γαλλίας, ο Henri Matisse. Μέχρι το 1897, στα 18 του χρόνια τίποτε δεν προοιώνιζε τη μεγαλειώδη πορεία του Henri Matisse στη ζωγραφική. Μάλιστα αυτή τη χρονιά η οικογένειά του τον στέλνει στο Παρίσι να σπουδάσει Νομικά. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του εργάζεται σε δικηγορικό γραφείο. Ίσως ποτέ να μην είχε ανακαλυφθεί το ταλέντο του αν δεν αρρώσταινε βαριά, μένοντας πολύ καιρό καθηλωμένος και άπρακτος στο δωμάτιό του, μέχρι την τελική ανάρρωση. Η μητέρα του θέλοντας να γεμίσει τις ατέλειωτες ώρες που ο Henri περνούσε στο κρεβάτι, του κάνει δώρο ένα κουτί με χρώματα. Από τότε, όπως θα πει ο ίδιος «μεταφέρθηκα σ’ έναν παράδεισο. Ήξερα ότι αυτός πια θα ήταν ο ζωτικός μου χώρος. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, που έβλεπε να χάνεται η καριέρα στη δικηγορία που είχε οραματιστεί για το γιο του, ο Henri πηγαίνει στο Παρίσι για να ασχοληθεί αποκλειστικά πια με τη ζωγραφική. Έρχεται πρώτα στην Ακαδημία Ζυλιέν και ταυτόχρονα παρακολουθεί τα βραδινά μαθήματα της Σχολής Διακοσμητικών Τεχνών. Εκεί γνωρίζει τον Μαρκέ στο πρόσωπο του οποίου βρίσκει έναν παντοτινό φίλο. Το 1895 ο διάσημος καθηγητής ζωγραφικής Γκυστάβ Μορώ δείχνει ενδιαφέρον για τη δουλειά του Henri Matisse και τον δέχεται στο ατελιέ του, όπου ήδη μαθητεύουν ο Ζωρζ Ρουώ, ο Ντεβαλιέρ, ο Εβενπούλ, ο Φλαντρέν και άλλοι, που αργότερα θα γίνουν καταξιωμένοι ζωγράφοι. Σ’ αυτό το ελεύθερο περιβάλλον ο Matisse διαμορφώνει τη δική του τεχνοτροπία και οπωσδήποτε βελτιώνει την τεχνική του. Εκθέτει στο Σαλόν της Εθνικής Εταιρίας το 1896, 1897, με τη ζωγραφική του ακόμα επηρεασμένη από τον ιμπρεσιονισμό (θαμπά χρώματα και ακαθόριστα περιγράμματα). Το Φεβρουάριο παντρεύεται και επισκέπτεται με τη γυναίκα του για αρκετούς μήνες, περιοχές της Μεσογείου, ανάμεσα στην Τουλούζη και την Κορσική. Το Μεσογειακό χρώμα τον μαγεύει, αυτές οι εκρήξεις φωτός από τη φύση μεταφέρονται μέσα του, ζυμώνονται και βγαίνουν στα έργα του, τα οποία αποκτούν μια άγρια εκφραστικότητα με τα βαριά, έντονα χρώματα και τις χοντρές μαύρες γραμμές να τονίζονται περιθώρια στις φιγούρες. Οι φόρμες του ήδη έχουν γίνει πιο ελεύθερες, οι γραμμές του σίγουρες, δίνεται περισσότερο έμφαση στους όγκους. Βλέποντας κανείς τα έργα του Matisse αυτής της περιόδου, καταλαβαίνει την προσπάθεια του ζωγράφου να αποτινάξει από πάνω του τα ακαδημαϊκά διδάγματα για την τέχνη και τις συμβατικότητες του εργαστηρίου, ακολουθώντας τους δικούς του χρωματικούς δρόμους. Έχει ήδη γνωριστεί με το Ροντέν από τον οποίο παίρνει μαθήματα γλυπτικής. Στέλνει έργα του σε εκθέσεις που γίνονται στο Salon de Independan (Σαλόν των Ανεξάρτητων), όπου εκθέτουν επίσης οι Μανέ, Μονέ, Νυγκά, Σεζάν, και ταυτόχρονα όμως ετοιμάζει μια ομαδική έκθεση στο Φθινοπωρινό Σαλόν. Μαζί του έχει πάρει ζωγράφους που ακολουθούν τις δικές του ριζοσπαστικές ιδέες για τα χρώματα και τις φόρμες, τους Ντεραίν, Ρουώ, Βλαμένκ, Μαρκέ. Η έκθεση γίνεται το 1905, προκαλεί μεγάλη αίσθηση, ο Matisse γίνεται το πρόσωπο της χρονιάς και ένας συντηρητικός κριτικός τέχνης τους ονομάζει άγρια θηρία (φωβ), τους ίδιους Φωβιστές και την τεχνοτροπία τους Φωβισμό. Ο Henri Matisse θα πει: «Ο Φωβισμός για μένα ήταν η ζωγραφική, έτσι όπως την ονειρευόμουν. Μια τέχνη με ισορροπία, καθαρότητα και γαλήνη». Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα αυτής της περιόδου 1905-1907 είναι η προσωπογραφία με την πράσινη γραμμή, όπου για μοντέλο έχει χρησιμοποιήσει τη γυναίκα του. Το έργο ονομάστηκε έτσι από την τολμηρή πράσινη γραμμή που χωρίζει το πρόσωπο στα δύο, την φωτισμένη και τη σκιασμένη πλευρά. Τα χρώματα απλώνονται σε ζώνες με αυστηρά όρια αναδεικνύοντας το πρόσωπο ανάγλυφο κάτω από τα μαλλιά, τα χρωματισμένα με ένα έντονο μπλε χρώμα. Θα πει ο ζωγράφος: «Το να τοποθετήσω το ένα δίπλα στο άλλο τα βασικά χρώματα μπλε, κόκκινο, κίτρινο, μαύρο και να τα συναρμολογήσω κατόπιν σαν αρχιτέκτονας, ήταν για μένα μια ανάγκη που ξεπηδούσε από μέσα μου και όχι συνειδητή στάση». Μια άλλη πολύ σημαντική σύνθεσή του, ζωγραφισμένη το 1906 έχει τον τίτλο «Η χαρά της ζωής», εκτίθεται στο Σαλόν των ανεξαρτήτων σαν το κυριότερο έργο μιας έκθεσης με σχέδια, γλυπτά, λιθογραφίες, ξυλογραφίες και άλλους πίνακες του καλλιτέχνη τους οποίους βέβαια επισκιάζει. Σ’ αυτό το έργο φαίνεται ότι ο Henri Matisse βρίσκεται σ’ ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στο πουαντιγισμό (επηρεασμένος από το Σικιάκ και τον Κρος) και στο Φωβισμό. Η δεύτερη αυτή τεχνοτροπία θα κερδίσει τελικά το ζωγράφο. Έλεγε ο Matisse: Δεν μπορώ να κάνω διάκριση ανάμεσα στον τρόπο που αισθάνομαι τη ζωή και όλες τις εκδηλώσεις της και στον τρόπο που την ερμηνεύω. Μορφή και περιεχόμενο αλληλένδετα μέσα μου, χωρίς ιεραρχία, μαζί δίνουν όλο τον όγκο της ζωγραφικής μου έκφρασης. Από το 1907 μέχρι το 1939 ταξιδεύει αδιάκοπα σ’ όλο τον κόσμο προσπαθώντας να συλλάβει με τα μάτια του και να φυλακίσει στην ψυχή του όλα τα χρώματα του πλανήτη. Τα ταξίδια του αυτά θα τον οδηγήσουν στην Αλγερία, στην Ιταλία και Γερμανία, αργότερα στην Ισπανία, στη Μόσχα και στο Μαρόκο. Κάνει ένα μικρό διάλειμμα για να ζωγραφίσει αρκετά, σημαντικά έργα κατά παραγγελία των Ρώσων Φιλοτέχνων Στσουκ και Μορόζωφ το 1914. Και συνεχίζει επισκεπτόμενος και πάλι την Αγγλία, την Ιταλία, πηγαίνει 2 φορές στις Ηνωμένες Πολιτείες, φτάνει μέχρι την Πολυνησία το 1933, όπου γοητευμένος από τη φύση και προσπαθώντας να ακολουθήσει τα βήματα του Γκωγκέν, μένει εμεί αρκετό καιρό. Προηγουμένως το 1932 έχει ήδη εικονογραφήσει με 29 χαλκογραφίες τα ποιήματα του Γάλλου ποιητή Μαλλαρμέ, δείχνοντας το δρόμο στις γραφικές τέχνες, ιδωμένες μέσα από τα μάτια του ζωγράφου. Η αρχή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου τον βρίσκει να ακολουθεί ακόμα πιστά τον Φωβισμό και να τον μεταφέρει σε μεγάλα σε επιφάνεια έργα του σε ταπετσαρίες και τοιχογραφίες με έμπνευση από τις παραστάσεις που βίωσε στην Πολυνησία. Ταυτόχρονα οι δικές του ανησυχίες βρίσκουν διέξοδο σε μια σειρά από πίνακες που απεικονίζουν εσωτερικούς χώρους. Είναι τα έργα: Εσωτερικό με βιολί, Μεγάλο κόκκινο εσωτερικό, εσωτερικό με το αιγυπτιακό παραπέτασμα. Στην περίοδο του πολέμου υπάρχει μια απραξία καλλιτεχνική και ξαφνικά το 1947 ο Matisse με κάποια τολμηρή του κίνηση εγκαταλείπει την ελαιογραφία, τα μεγάλα ταμπλώ και τους φορητούς πίνακες και προσπαθεί να στραφεί σε ακόμα απλούστερες τεχνικές. Είναι πάνω από 80 χρονών όταν αρχίζει να δουλεύει σινική, τέμπερες και κολλάζ. Το 1948 αποφασίζει να δημιουργήσει το τελευταίο του μεγάλο έργο και θα το ονομάσει «Έργο ζωής». Διαλέγει το παρεκκλήσι των Δομινικανών στη Βανς και το διακοσμεί ολόκληρο, από τα βιτρώ και την αγιογραφία, μέχρι κεραμικά, ξύλινα ταμπλώ, ακόμα και λειτουργικά σκεύη. Στις 3 Νοεμβρίου 1954 σε ηλικία 85 ετών, πεθαίνει ο ιδρυτής του Φωβισμού, ο ζωγράφος Henri Matisse, που προσπάθησε να κρατήσει τη φρεσκάδα του ενστίκτου και να δημιουργήσει ένα κρυστάλλινο περιβάλλον, όπου θα κατοικήσει το πνεύμα. |
Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012
Henri Matisse (1869-1954): Ύμνος στο χρώμα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου