Χαράματα η ώρα τρεις, κυριολεκτικά, βρήκα στο mail μου αυτό το link και με πήραν τα δάκρυα...
Θα καταλάβετε γιατί ... ακόμη κι αν ... δεν ήσασταν εκεί... Ευχαριστούμε από καρδιάς την Ελένη Κονιδάρη!!!
Με
Ένα μπουκέτο πυρκαγιές
Ένα μπουκέτο χείλη.
Ήρθαν με τα χέρια τους γεμάτα όνειρα
και τα μάτια σταματούν επάνω στη χαρά.
Ήρθαν με τα χέρια τους γεμάτα όνειρα
Με τη μηλιά του κήπου όρθια μέσα στο στήθος
Πλάι στην όμορφη μέρα που αντηχεί
Τα παιδιά που μαζεύουν τ’ άστρα της θάλασσας
Τα αγνά παιδιά, τα ζεστά παιδιά
με τα ονόματά τους, τα τοπία τους
Σέρνοντας στο κορδόνι
των λέξεων
μάτια γεμάτα ειρήνη
στα πρόσωπά τους
κρότους από αστέρια
στα κόκκαλά τους
Ένα μπουκέτο πυρκαγιές
Ένα μπουκέτο χείλη
Αυτό το άκυρο ψηφοδέλτιο
μετρά στη δική μας υπόθεση
για να φτιάξουμε όμορφη την πόλη μας
μόνο με τις ψυχές μας.
Για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση.
Να ‘μαστε όλοι καλά και πάντα να ανταμώνουμε από καλό κι από δίκαιο.
Θα καταλάβετε γιατί ... ακόμη κι αν ... δεν ήσασταν εκεί... Ευχαριστούμε από καρδιάς την Ελένη Κονιδάρη!!!
Civitas Rethymnae: Είμαστε όλοι εκεί
Όταν σπουδάζαμε στο Ρέθυμνο, είχα μια φίλη που ρωτούσε συχνά την παρέα πώς νομίζαμε ότι θα είμαστε στα 40. Γελούσαμε τότε αμέριμνα και πλέκαμε απίθανες ιστορίες για το μέλλον μας, οι οποίες συνήθως μεγέθυναν τα διαφαινόμενα «κουσούρια» καθενός. Όταν είσαι 20 δεν μπορείς να διανοηθείς τα 40, γιατί απλούστατα τα 40 δεν υπάρχουν: είσαι 20 και θα παραμείνεις για πάντα αθάνατος και νέος… Και να που φτάσαμε στην όχθη αυτή, οι περισσότεροι ζωντανοί, αλλά δυστυχώς όχι όλοι. Περιηγήθηκα στα προφίλ αρκετών από εσάς και είδα πτυχία, βιβλία, μουσικές, ζωγραφικές, χορούς, επαγγελματικές επιτυχίες, ενδιαφέροντα, σχέσεις, γάμους, παιδιά, ταξίδια, ρυτίδες, προβληματισμούς και κατά κανόνα… αρκετά λιγότερα μαλλιά! Αυτό όμως που είδα απαράλλαχτο ήταν η σπίθα στο βλέμμα, είδα εκείνη τη λάμψη που έχουν οι άνθρωποι που έζησαν πολλά και προσδοκούν να ζήσουν ακόμα περισσότερα.
Δεν είμαι το καταλληλότερο πρόσωπο για να κάνω αναδρομές στο παρελθόν, πόσο δε μάλλον οπτικοποιημένες. Αφενός δεν έχω τις τεχνικές γνώσεις για να χειριστώ επαρκώς ένα τέτοιο υλικό. Μετά βίας μαθαίνω τώρα στα ύστερα το Movie Maker κι ούτε γνωρίζω, ούτε διαθέτω ένα σωρό άλλα σχετικά προγράμματα που κάνουν «παπάδες». Αφετέρου δεν έχω καθόλου καλή μνήμη. Ελάχιστα πρόσωπα θυμάμαι, κι ακόμα λιγότερες καταστάσεις απ’ όσες αφηγείστε. Ξεκίνησα να φτιάχνω αυτό το εργάκι αρχικά ως εξάσκηση στα τεχνικά. Πολύ σύντομα όμως ανακάλυψα ότι τα κίνητρά μου ήταν άλλα: στη μάχη που δίνει καθένας μας με το χρόνο, χρειάζομαι βράχους να πιαστώ, να μην κυλήσει το παρελθόν σαν άμμος μέσα απ’ τα χέρια μου κι αφανιστεί για πάντα, και μαζί μ’ αυτό ένα μεγάλο μέρος εκείνης που υπήρξα. Έτσι, παλεύοντας με τα μπλιμπλίκια του διαβόλου, είδα ξανά και ξανά και ξανά όλες τις φωτογραφίες που έχετε ανεβάσει και σταδιακά άρχισε να αναδύεται μια βαθύτερη μνήμη: η μνήμη των αισθημάτων και των αισθήσεων, η μνήμη του φωτός, της πέτρας, της θάλασσας, του γέλιου, της φιλίας, της αγάπης, της συμπαράστασης, των αγώνων, των ονείρων, η μνήμη τόσων και τόσων πολύτιμων που ρουφήξαμε αχόρταγα στο Ρεθυμνάκι. Κοίταζα τις φωτογραφίες και συνειδητοποιούσα ότι ήξερα ακριβώς πώς ένιωθαν όλα εκείνα τα πρόσωπα εκείνη τη στιγμή, ότι ήξερα τον τρόπο με τον οποίο έλουζε ο ήλιος την Κρήτη τη συγκεκριμένη ώρα της μέρας, ότι ήξερα τον παλμό κάθε στιγμής που πάγωσε μ’ ένα κλικ. «Ενσυναίσθηση» το λένε μέσες – άκρες αυτό στη σχολή που πήγα, αλλά μεταξύ μας ξέρουμε ότι πρόκειται για το κάλεσμα ενός παράλληλου σύμπαντος το οποίο υπάρχει αυτή ακριβώς τη στιγμή που μιλάμε, ενός σύμπαντος στο οποίο σε μια άλλη διάσταση είμαστε ακόμα ενεργά υποκείμενα. Μόλις κλείσεις τις διάφανες αυλαίες των βλεφάρων, μπορείς να βρεθείς σ’ αυτό το σύμπαν που είναι έμπλεο πόθου και πάθους, μπορείς να στρέψεις το κεφάλι και γύρω σου να δεις τόσα οικεία πρόσωπα να σου μιλούν, να σου νεύουν, να βουίζουν χαρούμενα, και να καταλάβεις ότι είναι ανοιξιάτικο πρωινό και εσύ κάθεσαι στο «αίθριο» έξω απ’ το κυλικείο στα Περιβόλια, με τον καφέ ακουμπισμένο πάνω στις σημειώσεις και μιλάς για τέχνη, για φιλοσοφία, για πολιτική, για ερωτικά βάσανα ή για το χτεσινό hangover στο Σεσίλια…
Ξεκίνησα να «ντύσω» ένα μόνο μουσικό κομμάτι με εικόνες του δικού μας Ρεθύμνου. Σύντομα διαπίστωσα ότι αυτό ήταν αδύνατο. Το υλικό που βρήκα στη σελίδα της ομάδας σταδιακά οργανώθηκε στο νου μου σε τρεις διακριτές ενότητες: α) ο τόπος, το πανεπιστήμιο και οι φοιτητικές δραστηριότητες μέσα και γύρω από αυτό, β) η τρελή διασκέδαση, οι παρέες, οι έρωτες, γ) οι φοιτητικοί αγώνες. Άλλωστε, πάντα πίστευα ότι το πτυχίο που πήρα τον Οκτώβρη του ’91 αποτύπωνε τη μόρφωση που έλαβα και από τα τρία αυτά πεδία. Κι αυτή ήταν η μαγεία του Ρεθύμνου: ότι τα παρείχε όλα αφειδώς σε ισόποσες δόσεις!
Φυσικά, ούτε 3, ούτε 13, ούτε 33 λεπτά δε φτάνουν για να συνοψίσει κανείς αυτό που λέμε «εμπειρία του Ρεθύμνου». Οι αξιομνημόνευτες στιγμές ήταν τόσο πολλές κι ο χρόνος τόσο πυκνός, ώστε η φιλοδοξία για μια επιτομή όλων αυτών είναι εντελώς άτοπη. Το οπτικό υλικό που χρησιμοποίησα προέρχεται αποκλειστικά από αναρτήσεις των μελών της ομάδας Civitas Rethymnae. Από τις φωτογραφίες, μόνο 2-3 είναι δικές μου. Ελπίζω να κατάφερα να αποτυπώσω ενδεικτικά έστω κάποιες βασικές όψεις της περιόδου εκείνης. Επίσης, διαπίστωσα ότι ενώ υπήρχε αρκετό υλικό από διάφορα μέλη που αφορούσε σε συγκεκριμένες «φάσεις», απουσιάζουν τελείως φωτογραφίες από θρυλικές γωνιές, πρόσωπα και στιγμές του Ρεθύμνου, όπως ήταν ο Ρούλης, η Libra, η Σαμαριά, το Μωβ, το 1600, το Boom, η κατάληψη στο Μασταμπά, και μύρια όσα άλλα… Ωστόσο, νομίζω ότι με κάποιο τρόπο είμαστε όλοι εκεί, είτε αποτυπωμένοι ευδιάκριτα στα παλιά φιλμ, είτε μισοκρυμμένοι σε κάποια γωνιά, είτε πίσω απ’ το φακό, είτε εμπλεκόμενοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη στιγμή κάποιας φωτογραφίας ή στο μελάνι κάποιου κειμένου… Επίσης, θεώρησα σωστό να κάνω μια ειδική αναφορά σε συμφοιτητές μας που έφυγαν νωρίς και που οι φίλοι τους τούς κρατούν πάντα στη μνήμη και την καρδιά τους.
Κι αν ήταν φτωχικό το Ρεθυμνάκι όχι μόνο δε μας γέλασε, αλλά μας προίκισε με ό,τι καλύτερο μπορεί να λαχταρά ένας νέος άνθρωπος. Προσπαθώ να κοιτάξω αυτό το υλικό με τα μάτια ενός σημερινού εικοσάρη και βλέπω ένα χάλια κτίριο, κάτι που μοιάζει με αποθήκη βιβλιοθήκης, επιδεικτική απουσία αυτοκινήτων ή ακόμα και μηχανών, χειροποίητες αφίσες, δακτυλογραφημένα κείμενα, χειρόγραφα σημειώματα που δε θα είχαν λόγω ύπαρξης στην εποχή των sms, και τόσα άλλα πράγματα που πλέον μοιάζουν απόκοσμα ή και «πρωτόγονα». Κι όμως, εμείς τότε νιώθαμε ζάμπλουτοι - και είμαστε, κατά πολλούς τρόπους. Δε θα ξεχάσω ποτέ τα ολονύκτια «σεμινάρια» στο λιλιπούτειο Μωβ, τις μαραθώνιες συνελεύσεις στο αμφιθέατρο, τα πολυσέλιδα «πλαίσια» των καταλήψεων, τα εξαιρετικά μαθήματα που τα παρακολουθούσαμε φανατικά ανεξάρτητα από τη σχολή που είμαστε, τις τρελές περιπλανήσεις των παρεών στο Ρέθυμνο και σ’ όλη την Κρήτη, τις συλλεκτικές κασέτες στα τραπεζάκια, τις τόσες πολιτιστικές και πολιτικές ομάδες, τα στέκια, τα περιοδικά – ένα πολύχρωμο όργιο δημιουργικότητας, φαντασίας, αναζήτησης της γνώσης, και πάνω απ’ όλα όρεξης για ζωή! «Τι να με εκπλήξει ύστερα απ’ το θάμβος» γράφει κάπου η Λιλή Ζωγράφου. Έτσι κι εμείς, έκθαμβοι από εκείνη την τόσο πλούσια χειροποίητη ζωή μας, νομίζω ότι κρατηθήκαμε οι περισσότεροι στην αναζήτηση του ουσιώδους, χωρίς να θαμπωνόμαστε από φτηνά καθρεφτάκια για ιθαγενείς.
Άλλωστε, στους άγριους καιρούς που ζούμε –εμείς που κάποτε παραπονιόμαστε ότι μας έλαχε μια «νεκρή εποχή»- έχει σημασία να προσέξουμε εκ νέου τα αιτήματα των πανό και των κειμένων. Αιτήματα που αρθρώθηκαν 20-30 χρόνια νωρίτερα και δυστυχώς είναι πιο επίκαιρα παρά ποτέ… Έτσι, θα καταλάβουμε ότι η αναφορά μας στο Ρέθυμνο δεν μπορεί να είναι μουσειακή ή μνημοσυνιακή (πόσο δε μάλλον μνημονιακή!), αλλά αποτελεί έναν στέρεο πόλο γύρω από τον οποίο μπορούμε να αρθρώσουμε με γνησιότητα τα σημερινά μας αιτήματα.
Ίσως, δεν υπάρχει καλύτερη σύνοψη για όλα όσα ζήσαμε και για το χρέος που αυτά γεννούν, από το παιχνίδι που έκανε με τα λόγια ποιητών ο πολύ αγαπητός στους φοιτητές τόσων γενιών Φρίξος Θεοδοσάκης σε ένα «ψηφοδέλτιο» με τίτλο «Ρέθυμνο – Όμορφη Πόλη»:
Όταν σπουδάζαμε στο Ρέθυμνο, είχα μια φίλη που ρωτούσε συχνά την παρέα πώς νομίζαμε ότι θα είμαστε στα 40. Γελούσαμε τότε αμέριμνα και πλέκαμε απίθανες ιστορίες για το μέλλον μας, οι οποίες συνήθως μεγέθυναν τα διαφαινόμενα «κουσούρια» καθενός. Όταν είσαι 20 δεν μπορείς να διανοηθείς τα 40, γιατί απλούστατα τα 40 δεν υπάρχουν: είσαι 20 και θα παραμείνεις για πάντα αθάνατος και νέος… Και να που φτάσαμε στην όχθη αυτή, οι περισσότεροι ζωντανοί, αλλά δυστυχώς όχι όλοι. Περιηγήθηκα στα προφίλ αρκετών από εσάς και είδα πτυχία, βιβλία, μουσικές, ζωγραφικές, χορούς, επαγγελματικές επιτυχίες, ενδιαφέροντα, σχέσεις, γάμους, παιδιά, ταξίδια, ρυτίδες, προβληματισμούς και κατά κανόνα… αρκετά λιγότερα μαλλιά! Αυτό όμως που είδα απαράλλαχτο ήταν η σπίθα στο βλέμμα, είδα εκείνη τη λάμψη που έχουν οι άνθρωποι που έζησαν πολλά και προσδοκούν να ζήσουν ακόμα περισσότερα.
Δεν είμαι το καταλληλότερο πρόσωπο για να κάνω αναδρομές στο παρελθόν, πόσο δε μάλλον οπτικοποιημένες. Αφενός δεν έχω τις τεχνικές γνώσεις για να χειριστώ επαρκώς ένα τέτοιο υλικό. Μετά βίας μαθαίνω τώρα στα ύστερα το Movie Maker κι ούτε γνωρίζω, ούτε διαθέτω ένα σωρό άλλα σχετικά προγράμματα που κάνουν «παπάδες». Αφετέρου δεν έχω καθόλου καλή μνήμη. Ελάχιστα πρόσωπα θυμάμαι, κι ακόμα λιγότερες καταστάσεις απ’ όσες αφηγείστε. Ξεκίνησα να φτιάχνω αυτό το εργάκι αρχικά ως εξάσκηση στα τεχνικά. Πολύ σύντομα όμως ανακάλυψα ότι τα κίνητρά μου ήταν άλλα: στη μάχη που δίνει καθένας μας με το χρόνο, χρειάζομαι βράχους να πιαστώ, να μην κυλήσει το παρελθόν σαν άμμος μέσα απ’ τα χέρια μου κι αφανιστεί για πάντα, και μαζί μ’ αυτό ένα μεγάλο μέρος εκείνης που υπήρξα. Έτσι, παλεύοντας με τα μπλιμπλίκια του διαβόλου, είδα ξανά και ξανά και ξανά όλες τις φωτογραφίες που έχετε ανεβάσει και σταδιακά άρχισε να αναδύεται μια βαθύτερη μνήμη: η μνήμη των αισθημάτων και των αισθήσεων, η μνήμη του φωτός, της πέτρας, της θάλασσας, του γέλιου, της φιλίας, της αγάπης, της συμπαράστασης, των αγώνων, των ονείρων, η μνήμη τόσων και τόσων πολύτιμων που ρουφήξαμε αχόρταγα στο Ρεθυμνάκι. Κοίταζα τις φωτογραφίες και συνειδητοποιούσα ότι ήξερα ακριβώς πώς ένιωθαν όλα εκείνα τα πρόσωπα εκείνη τη στιγμή, ότι ήξερα τον τρόπο με τον οποίο έλουζε ο ήλιος την Κρήτη τη συγκεκριμένη ώρα της μέρας, ότι ήξερα τον παλμό κάθε στιγμής που πάγωσε μ’ ένα κλικ. «Ενσυναίσθηση» το λένε μέσες – άκρες αυτό στη σχολή που πήγα, αλλά μεταξύ μας ξέρουμε ότι πρόκειται για το κάλεσμα ενός παράλληλου σύμπαντος το οποίο υπάρχει αυτή ακριβώς τη στιγμή που μιλάμε, ενός σύμπαντος στο οποίο σε μια άλλη διάσταση είμαστε ακόμα ενεργά υποκείμενα. Μόλις κλείσεις τις διάφανες αυλαίες των βλεφάρων, μπορείς να βρεθείς σ’ αυτό το σύμπαν που είναι έμπλεο πόθου και πάθους, μπορείς να στρέψεις το κεφάλι και γύρω σου να δεις τόσα οικεία πρόσωπα να σου μιλούν, να σου νεύουν, να βουίζουν χαρούμενα, και να καταλάβεις ότι είναι ανοιξιάτικο πρωινό και εσύ κάθεσαι στο «αίθριο» έξω απ’ το κυλικείο στα Περιβόλια, με τον καφέ ακουμπισμένο πάνω στις σημειώσεις και μιλάς για τέχνη, για φιλοσοφία, για πολιτική, για ερωτικά βάσανα ή για το χτεσινό hangover στο Σεσίλια…
Ξεκίνησα να «ντύσω» ένα μόνο μουσικό κομμάτι με εικόνες του δικού μας Ρεθύμνου. Σύντομα διαπίστωσα ότι αυτό ήταν αδύνατο. Το υλικό που βρήκα στη σελίδα της ομάδας σταδιακά οργανώθηκε στο νου μου σε τρεις διακριτές ενότητες: α) ο τόπος, το πανεπιστήμιο και οι φοιτητικές δραστηριότητες μέσα και γύρω από αυτό, β) η τρελή διασκέδαση, οι παρέες, οι έρωτες, γ) οι φοιτητικοί αγώνες. Άλλωστε, πάντα πίστευα ότι το πτυχίο που πήρα τον Οκτώβρη του ’91 αποτύπωνε τη μόρφωση που έλαβα και από τα τρία αυτά πεδία. Κι αυτή ήταν η μαγεία του Ρεθύμνου: ότι τα παρείχε όλα αφειδώς σε ισόποσες δόσεις!
Φυσικά, ούτε 3, ούτε 13, ούτε 33 λεπτά δε φτάνουν για να συνοψίσει κανείς αυτό που λέμε «εμπειρία του Ρεθύμνου». Οι αξιομνημόνευτες στιγμές ήταν τόσο πολλές κι ο χρόνος τόσο πυκνός, ώστε η φιλοδοξία για μια επιτομή όλων αυτών είναι εντελώς άτοπη. Το οπτικό υλικό που χρησιμοποίησα προέρχεται αποκλειστικά από αναρτήσεις των μελών της ομάδας Civitas Rethymnae. Από τις φωτογραφίες, μόνο 2-3 είναι δικές μου. Ελπίζω να κατάφερα να αποτυπώσω ενδεικτικά έστω κάποιες βασικές όψεις της περιόδου εκείνης. Επίσης, διαπίστωσα ότι ενώ υπήρχε αρκετό υλικό από διάφορα μέλη που αφορούσε σε συγκεκριμένες «φάσεις», απουσιάζουν τελείως φωτογραφίες από θρυλικές γωνιές, πρόσωπα και στιγμές του Ρεθύμνου, όπως ήταν ο Ρούλης, η Libra, η Σαμαριά, το Μωβ, το 1600, το Boom, η κατάληψη στο Μασταμπά, και μύρια όσα άλλα… Ωστόσο, νομίζω ότι με κάποιο τρόπο είμαστε όλοι εκεί, είτε αποτυπωμένοι ευδιάκριτα στα παλιά φιλμ, είτε μισοκρυμμένοι σε κάποια γωνιά, είτε πίσω απ’ το φακό, είτε εμπλεκόμενοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη στιγμή κάποιας φωτογραφίας ή στο μελάνι κάποιου κειμένου… Επίσης, θεώρησα σωστό να κάνω μια ειδική αναφορά σε συμφοιτητές μας που έφυγαν νωρίς και που οι φίλοι τους τούς κρατούν πάντα στη μνήμη και την καρδιά τους.
Κι αν ήταν φτωχικό το Ρεθυμνάκι όχι μόνο δε μας γέλασε, αλλά μας προίκισε με ό,τι καλύτερο μπορεί να λαχταρά ένας νέος άνθρωπος. Προσπαθώ να κοιτάξω αυτό το υλικό με τα μάτια ενός σημερινού εικοσάρη και βλέπω ένα χάλια κτίριο, κάτι που μοιάζει με αποθήκη βιβλιοθήκης, επιδεικτική απουσία αυτοκινήτων ή ακόμα και μηχανών, χειροποίητες αφίσες, δακτυλογραφημένα κείμενα, χειρόγραφα σημειώματα που δε θα είχαν λόγω ύπαρξης στην εποχή των sms, και τόσα άλλα πράγματα που πλέον μοιάζουν απόκοσμα ή και «πρωτόγονα». Κι όμως, εμείς τότε νιώθαμε ζάμπλουτοι - και είμαστε, κατά πολλούς τρόπους. Δε θα ξεχάσω ποτέ τα ολονύκτια «σεμινάρια» στο λιλιπούτειο Μωβ, τις μαραθώνιες συνελεύσεις στο αμφιθέατρο, τα πολυσέλιδα «πλαίσια» των καταλήψεων, τα εξαιρετικά μαθήματα που τα παρακολουθούσαμε φανατικά ανεξάρτητα από τη σχολή που είμαστε, τις τρελές περιπλανήσεις των παρεών στο Ρέθυμνο και σ’ όλη την Κρήτη, τις συλλεκτικές κασέτες στα τραπεζάκια, τις τόσες πολιτιστικές και πολιτικές ομάδες, τα στέκια, τα περιοδικά – ένα πολύχρωμο όργιο δημιουργικότητας, φαντασίας, αναζήτησης της γνώσης, και πάνω απ’ όλα όρεξης για ζωή! «Τι να με εκπλήξει ύστερα απ’ το θάμβος» γράφει κάπου η Λιλή Ζωγράφου. Έτσι κι εμείς, έκθαμβοι από εκείνη την τόσο πλούσια χειροποίητη ζωή μας, νομίζω ότι κρατηθήκαμε οι περισσότεροι στην αναζήτηση του ουσιώδους, χωρίς να θαμπωνόμαστε από φτηνά καθρεφτάκια για ιθαγενείς.
Άλλωστε, στους άγριους καιρούς που ζούμε –εμείς που κάποτε παραπονιόμαστε ότι μας έλαχε μια «νεκρή εποχή»- έχει σημασία να προσέξουμε εκ νέου τα αιτήματα των πανό και των κειμένων. Αιτήματα που αρθρώθηκαν 20-30 χρόνια νωρίτερα και δυστυχώς είναι πιο επίκαιρα παρά ποτέ… Έτσι, θα καταλάβουμε ότι η αναφορά μας στο Ρέθυμνο δεν μπορεί να είναι μουσειακή ή μνημοσυνιακή (πόσο δε μάλλον μνημονιακή!), αλλά αποτελεί έναν στέρεο πόλο γύρω από τον οποίο μπορούμε να αρθρώσουμε με γνησιότητα τα σημερινά μας αιτήματα.
Ίσως, δεν υπάρχει καλύτερη σύνοψη για όλα όσα ζήσαμε και για το χρέος που αυτά γεννούν, από το παιχνίδι που έκανε με τα λόγια ποιητών ο πολύ αγαπητός στους φοιτητές τόσων γενιών Φρίξος Θεοδοσάκης σε ένα «ψηφοδέλτιο» με τίτλο «Ρέθυμνο – Όμορφη Πόλη»:
Με
Ένα μπουκέτο πυρκαγιές
Ένα μπουκέτο χείλη.
Ήρθαν με τα χέρια τους γεμάτα όνειρα
και τα μάτια σταματούν επάνω στη χαρά.
Ήρθαν με τα χέρια τους γεμάτα όνειρα
Με τη μηλιά του κήπου όρθια μέσα στο στήθος
Πλάι στην όμορφη μέρα που αντηχεί
Τα παιδιά που μαζεύουν τ’ άστρα της θάλασσας
Τα αγνά παιδιά, τα ζεστά παιδιά
με τα ονόματά τους, τα τοπία τους
Σέρνοντας στο κορδόνι
των λέξεων
μάτια γεμάτα ειρήνη
στα πρόσωπά τους
κρότους από αστέρια
στα κόκκαλά τους
Ένα μπουκέτο πυρκαγιές
Ένα μπουκέτο χείλη
Αυτό το άκυρο ψηφοδέλτιο
μετρά στη δική μας υπόθεση
για να φτιάξουμε όμορφη την πόλη μας
μόνο με τις ψυχές μας.
Για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση.
Να ‘μαστε όλοι καλά και πάντα να ανταμώνουμε από καλό κι από δίκαιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου