Ανδρέας Καρκαβίτσας |
Θείο Όραμα
[…] –Δε μου λες, είπε στον αδερφό μου το μικρότερο, τι
όραμα είδε η Παναγία τη νύχτα που γέννησε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό;
Κόκαλο εκείνος. Ρωτάει εμένα. Το ίδιο.
-Α, δεν το ξέρετε! Πρόσθεσε με
ήρεμη φωνή. Μα δε φταίτε εσείς. Φταίω εγώ που δεν σας το έμαθ’ ακόμη. Έγινε
πέρα στην Ανατολή, στον τόπο τον παράδοξο. Ποιο χρόνο δε σας λέω. Φτάνει να
μετρήσετε το φετινό και το βρίσκετε αμέσως. Εκείνη τη νύχτα μια γυναίκα
συντροφιασμένη από τον άντρα της, στάθηκε
μισοστρατίς σε μια σπηλιά και γέννησε ένα παιδί. Φτωχά ήταν τα ρούχα
της, η όψη της πικραμένη. Μα είχε κατιτί τόσο λαμπρό στη ματιά, που έλεγες θα
αναστήσει και την πέτρα. Κάτω από το γαλάζιο φόρεμα και το κόκκινο στηθοπάνι,
το κορμί φάνταζε λυγερό, άξιο για να θρονιάσει μια πάναγνη ψυχή.[…]
Γέννησε το παιδί, το βύζαξε, το
τύλιξε με το σάλι της και τ’ απίθωσε στη φάτνη απάνω στ’ άχυρα να κοιμηθεί. Σε
λίγο ο ανασασμός έβγαινε από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανάσα βαλσαμόδεντρου.
Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα. Κάτω στο χώμα πλαγιασμένα τα ζωντανά, βόδια,
πρόβατα και άλογα μαζί, ένιωθαν κάποια φρίκη να χαμοπετά πάνω τους, σύγκρυο να
τα περιγλείφει κι έμειναν άγρυπνα.
[…] Και αποχαιρετά, μ’ ένα βλέμμα
μελαγχολικό, τη μάνα που τον γέννησε, τους φίλους που τον πίστεψαν, το λαό που
τον τυράννησε, τη Γη που είδε τις πίκρες του και τον Ουρανό που θα δεχόταν το
Σώμα του.
Η μάνα ήταν εκεί και τα έβλεπε
όλα. Ήθελε να φωνάξει, να τρέξει για να τον σώσει απ’ τα χέρια των κακούργων,
αλλά δεν μπορούσε να βγάλει φωνή. Το σώμα δεν ακολουθούσε τους πόθους της ψυχής.
Μα όταν είδε ένα στρατιώτη αγριοπρόσωπο, έτοιμο να λογχίσει τα πλευρά του:
-Μη!...εφώναξε με όλη της τη
δύναμη.
Και με το μη! Ξύπνησε. Δεν είδε
ολόγυρά της τίποτα απ’ το φριχτό όραμα. Το βρέφος κοιμότανε πλάι της, μέσα στη
φάτνη, απάνω στο άχυρο. […] Εκείνη την ώρα φάνηκε στην εμπατή χλωμός ο Ιωσήφ.
-Πόσα αίματα θα χυθούν ακόμη!
Ψιθύρισε προφήτης η γυναίκα. Πόσα αίματα!.... […]
-Να φύγουμε! Λέει τρέμοντας στη
γυναίκα του. Ο Ηρώδης θέλει το παιδί κι οι άνθρωποί του ψάχνουν στη χώρα.
Γρήγορα να φύγουμε!...
Εκείνη άρπαξε το βρέφος, το
έσφιξε στους κόρφους της και πήραν δρόμο για την Αίγυπτο. Η νύχτα τους έκρυψε.
Μα τα αίματα των άλλων παιδιών κι ο θρήνος των μανάδων ανέβαιναν από τα σπίτια
της Γαλιλαίας, πρώτη θυσία στον αναμορφωτή του κόσμου.
Απόσπασμα από το ομώνυμο διήγημα
του Ανδρέα Καρκαβίτσα, από τη συλλογή, «Διηγήματα Χριστουγέννων», εκδόσεις
Αρμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου