Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλωστε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινά, πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου.
Εἰς τί ἑπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου.
Εἰς τί ἑπταιεν ἂν ἦτο στείρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίη διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δύο ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέση περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰποῦσαι αὐτή, ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήση, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρος τὶς Σιναΐτης τὴ ἐδώρησεν ἠγιασμένον κομβολόγιον, εἰπῶν αὐτὴ νὰ τὸ βαπτίζη καὶ νὰ πίνη τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.
Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ἦλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἑαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραία Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἤτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα της μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆρας της.
Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ ....
οὗτος δὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρὸς τοῦ ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννα ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον, δέ, ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μᾶς ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.
Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱὸς τῆς ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραία Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὠδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τὴ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε τὰ ἐλαττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε, δὲν ἦτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ’ ἦτο ἀπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».
Ὁ καπετὰν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία τοῦ ἐφούσκωνεν, ἐξερχόμενος εἴτα συνῆντα τοὺς συναδέλφους τοῦ ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶς ὤρισες, καλῶς σᾶς ηὔρα, ἐπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώμια, καὶ μὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆς θαλάσσης, τὴν ἐκ τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶ βάρβαροι σκηναὶ συνέβαινον τότε μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.
Οὕτως εἶχον τὰ πράγματα μέχρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186… Ὁ καπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡμερῶν εἶχε πλεύσει μὲ τὴν βρατσέραν τοῦ εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον μὲ φορτίον ἀμνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν, ὅτι θὰ ἐώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασμὸν τὸν ἔκαμνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δήλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως ἄγριος καὶ ἔκλεισαν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρμους, ὅπου εὑρέθησαν. Εἴπομεν ὅμως, ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολμηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν. Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ’ οὒχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέη. Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.
Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τὴ ἀγορὰ ἐστοιχημάτιζον, ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούση καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν. Αὔτη ἐδέχθη μόνο περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μηδιώσης, ἤτις τὴ εὐχήθη τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιμο», καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰ τὸ στερεότυπον «μ’ ἕναν καλὸ γυιό».
Καὶ οὐ μόνον, τοῦτο, ἀλλὰ τὴ προσέφερε καὶ ἐν χριστόψωμο.
- Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ θειὰ Καντάκαινα, μὲ γεια νὰ τὸ φᾶς.
- Θὰ τὸ φυλάξω ὡς τὰ Φῶτα, διὰ ν’ ἁγιασθῆ, παρετήρησεν ἡ νύμφη.
- Ὄχι, ὄχι, εἶπε μετ’ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραία, τὸ δικό της φυλάει ἡ κάθε μία νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται.
- Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ Διαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλλίτερα.
Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῆ ἢ νὰ ὑποπτεύση κακὸ τί.
«Πῶς τώπαθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο», εἶπε μόνον καθ’ ἑαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραία ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη μετὰ τινὸς δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἤτις τὴ ἔκανε συντροφίαν, ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της. Ἡ Διαλεχτὴ ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγη εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ Ἁγίου Νικολάου μόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς οἰκίας της.
Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιμωμένη αὐτὴ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον, ὅτι μόνον μέχρι οὐ σημάνη ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ’ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὠδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἳ δύο οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ.
Ἡ Διαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ μόλις παρῆλθεν ἠμισεια ὥρα καὶ γυνὴ τὶς πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἤτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τὴ λέγει εἰς τὸ οὖς.
- Δόσε μου τὸ κλειδί, ἦλθε ὁ ἄντρας σου.
- Ὁ ἄντρας μου! ἀνεφώνησεν ἡ Διαλεχτὴ ἔκπληκτος.
Καὶ ἀντὶ νὰ δώση τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῆ ἡ ἴδια.
Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας, βλέπει τὸν σύζυγόν της καταβρεκτον, ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν.
- Εἶναι μισοπνιγμένος, εἶπε μορμυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωμε ἔξω, τὸ καθίσαμε στὰ ρηχά.
- Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ Διαλεχτή.
- Ὄχι, δὲν εἶναι σου λέω τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, μὲ δύο ἄγκουρες ἀραγμένη καὶ καθισμένη.
- Θέλεις ν’ ἀνάψω φωτιά;
- Ἄναψε καὶ δόσε μου ν’ ἀλλάξω.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγε ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύματα διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ.
- Θέλεις κανένα ζεστό;
- Δὲν μ’ ὠφελεῖ ἐμένα τὸ ζεστό, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλης.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου οἶνον.
- Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ μαγειρεύσης τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός.
- Δὲν σ’ ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε μετὰ ταπεινότητος ἡ Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰ σοὺ ψήσω πριζόλα;
- Βάλε, στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κι ἐγὼ σὲ λίγο.
Ἡ Διαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἤτις ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ ἠτοιμάζετο νὰ ὑπακούση εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἤτις ἦτο καὶ ἰδικὴ τῆς ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήση.
Σημειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου» ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς.
- Ἡ μάννα μου δὲ θὰ τώμαθε βέβαια ὅτι ἦλθα, παρετήρησεν αὔθις ὁ Καντάκης.
- Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;
- Παράγγειλέ της νὰ ἔλθη τὸ πρωί.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης.
- Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾶς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ μὲ ἀφήσεις μόνον;
- Νὰ μεταλάβω κι ἔρχομαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή.
Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε ν’ ἀντείπη τί, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφημία. Οὒχ ἧττον ὅμως τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλη ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθερᾶν της, ἕνα δωδεκαετῆ παίδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἢς ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ’ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν.
Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ’ εὗρε τὴν πενθερᾶν τῆς περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.
Ἐλθοῦσα αὔτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἀπνοῦν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ Χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα. Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο χριστόψωμο, τὸ ὁποῖον ἡ γραία στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.
Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τὴ μικρὰ νήσω. οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη, ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώματος συνεπεία τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραία Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου. Σημειωτέον, ὅτι ἡ γραία, συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της. Ἀλλὰ τουναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων.
Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲ θὰ ἦτο πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆρας της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου