Υπάρχουν δυο έννοιες στη λέξη «υποκείμενο»: υποκείμενο υποταγμένο στον άλλο μέσω του ελέγχου και της εξάρτησης και υποκείμενο προσκολλημένο στην ίδια του την ταυτότητα μέσω της συνείδησης ή της αυτογνωσίας. Στις δύο αυτές περιπτώσεις η λέξη αυτή υποδηλώνει μια μορφή εξουσίας που καθυποτάσσει και καθιστά κάποιον υποτελή.
Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν τρεις τύποι αγώνων: αυτοί που αντιτίθενται στις μορφές κυριαρχίας (εθνικές, κοινωνικές και θρησκευτικές), αυτοί που καταγγέλουν τις μορφές εκμετάλλευσης οι οποίες χωρίζουν το άτομο από αυτό που παράγει και αυτοί που πολεμούν καθετί που δένει το άττομο με τον εαυτό του και εξασφαλίζει μ’ αυτόν τον τρόπο την υποταγή του στους άλλους (αγώνες ενάντια στην υποτέλεια, ενάντια στις διαφορετικές μορφές υποκειμενικότητας και υποταγής).
Η ιστορία είναι πλούσια από παραδείγματα των τριων αυτών τύπων κοινωνικών αγώνων, οι οποίοι παράγονται είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό. Ακόμα όμως κι όταν οι αγώνες αυτοί αναμειγνύονται, υπάρχει σχεδόν πάντα ένας που κυριαρχείαν ανάμεσά τους. Στις φεουδαρχικές κοινωνίες, για παράδειγμα, οι αγώνες ενάντια στις μορφές εθνικής και κοινωνικής κυριαρχίας είναι αυτοί που υπερισχύουν, ακόμα κι όταν η οικονομική εκμετάλλευση θα μπορούσε να αποτελέσει έναν σημαντικότερο παράγοντα εξέγερσης.
Μόνο τον 19ο αιώνα έρχεται σε πρώτο πλάνο ο αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση. Και σήμερα αυτός που επικρατεί όλο και περισσότερο είναι ο αγώνας ενάντια στις μορφές υποτέλειας-ενάντια στην υποταγή της υποκειμενικότητας- παρόλο που οι αγώνες ενάντια στην κυριαρχία και στην εκμετάλλευση δεν έχουν εξαφανιστεί, το αντίθετο μάλιστα.
Έχω την αίσθηση ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η κοινωνία μας βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν τέτοιου τύπου αγώνα. [...] Ξέρω τις αντιρρήσεις που μπορεί να φέρει κανείς. Μπορεί να ισχυριστεί ότι όλοι οι τύποι υποτέλειας δεν είναι παρά παράγωγα φαινόμενα, οι συνέπειες άλλων οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών΄ οι παραγωγικές δυνάμεις, οι ταξικές συγκρούσεις και οι ιδεολογικές δομές είναι αυτές που καθορίζουν τον τύπο της υποκειμενικότητας στην οποία προσφεύγουμε.
Είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να μελετήσουμε τους μηχανισμούς υποτέλειας χωρίς να λάβουμε υπόψιν μας τους μηχανισμούς εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Αυτοί ομως οι μηχανισμοί δεν αποτελούν απλά το «τερματικό» άλλων μηχανισμών, πιο θεμελιωδών. Διατηρούν σχέσεις σύνθετες και κυκλικές με άλλες μορφές.
Ο λόγος για τον οποίο αυτός ο τύπος αγώνα τείνει να υπερισχύσει στην κοινωνία μας οφείλεται στο γεγονός ότι μια νέα μορφή πολιτικής εξουσίας αναπτύχθηκε με τρόπο συνεχή από τον 16ο αιώνα και μετά. Αυτή η νέα πολιτική δομή είναι , όπως όλοι γνωρίζουν, το κράτος. Τις περισσότερες φορές το κράτος έγινε αντιληπτό ως ένας τύπος της πολιτικής εξουσίας που αγνοεί τα άτομα και δεν ασχολείται παρά με τα συμφέροντα της κοινότητας ή καλύτερα μιας τάξης ή μιας ομάδας επίλεκτων πολιτών. Όλα αυτά είναι εντελώς αληθινά. Ωστόσο, θα ήθελα να υπογραμμίσω το γεγονός ότι η εξουσία του κράτους-κι εδώ εντοπίζεται ένας από τους λόγους της δύναμής του- είναι μια μορφή εξουσίας σφαιρικοποιούσα και ολοποιητική. Πιστεύω ότι ποτέ στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών-ακόμα και στην παλιά κινέζικη κοινωνία- δεν έχουν βρεί στο εσωτερικό των ίδιων πολιτικών δομών έναν τόσο σύνθετο συνδυασμό τεχνικών εξατομίκευσης και ολοποιητικών μεθόδων.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το νεωτερικό δυτικό κράτος ενσωμάτωσε κάτω από μια καινούρια πολιτική μορφή μια παλιά τεχνική εξουσίας που είχε γεννηθεί μέσα στους χριστιανικούς θεσμούς.[..]
Οταν ο Καντ ρωτά το 1784 «Was heisst Aufklarung», θέλει να πει: Τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή; Τι μας συμβαίνει; Τι είναι αυτός ο κόσμος, αυτή η περίοδος, αυτή αακριβώς η στιγμή που ζούμε; Ή για να το πούμε διαφορετικά: Ποιοι είμαστε; Ποιοι είμαστε ως Aufklarer (διαφωτιστές), ως μάρτυρες αυτου του Αιώνα των Φώτων; Ας το συγκρίνουμε με το καρτεσιανό ερώτημα: Ποιος είμαι; Εγώ ως μοναδικό υποκείμενο, αλλά καθολικό και όχι ιστορικό; Ποιος είμαι εγώ, «εγώ» γιατί ο Ντεκάρτ είναι όλος ο κόσμος, δεν έχει σημασία πού και πότε.
Το ερώτημα όμως που θέτει ο Καντ είναι διαφορετικό: Ποιοι είμαστε εμείς αυτήν ακριβώς τη στιγμή της ιστορίας; Αυτό το ερώτημα είναι συγχρόνως εμείς και η παρούσα κατάστασή μας την οποία αναλύει. Η όψη αυτή της φιλοσοφίας έγινε όλο και περισσότερο σημαντική. Ας σκεφτούμε τον Χέγκελ, τον Νίτσε...
Η άλλη όψη, η όψη της «καθολικής φιλοσοφίας» δεν εξαφανίστηκε. Η κριτική ανάλυση όμως του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε, αποτελεί ολοένα και περισσότερο το μεγάλο φιλοσοφικό καθήκον. Πιθανόν το πιο αλάθητο φιλοσοφικό πρόβλημα είναι αυτό της παρούσας εποχής, του τι είμαστε την παρούσα τούτη στιγμή.
Πιθανώς ο κύριος αντικειμενικός σκοπός σήμερα δεν είναι να αναακαλύψουμε αλλά να αρνηθούμε αυτό που είμαστε. Πρέπει να φανταστούμε και να κατασκευάσουμε αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε για να απαλλαχτούμε απ’ αυτο το είδος του «διπλού» πολιτικού «εξαναγκασμού», που είναι η ταυτόχρονη εξατομίκευση και ολοποίηση των δομών της νεοτερικής εξουσίας.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το συγχρόνως πολιτικό, ηθικό, κοινωνικό και φιλοσοφικό πρόβλημα που τίθεται σ’ εμάς σήμερα δεν είναι να προσπαθήσουμε να ελευθερώσουμε το άτομο από το κράτος και τους θεσμούς του, αλλά να ελευθερωθούμε εμείς από το κράτος κι από τον τύπο εξατομίκευσης που συνδέεται μ’ αυτό. Πρέπει να προωθήσουμε νέες μορφές υποκειμενικότητας απορρίπτοντας τον τύπο ατομικότητας που μας επιβλήθηκε εδώ και πολλούς αιώνες.
* Η μικροφυσική της εξουσίας, εκδ. Ύψιλον,1991, σελ. 81-86
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου