Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Ηλιακό τσουνάμι

πηγή: www.tovima.gr
Καταπληκτική απεικόνιση μιας ηλιακής καταιγίδας
Το ηλιακό τσουνάμι πλησιάζει την Αφροδίτη (δείτε και το σχετικό βίντεο)

Λονδίνο
Kαταπληκτική εικόνα μιας ηλιακής καταιγίδας έδωσε στη δημοσιότητα η NASA. Η εικόνα που δείχνει ένα γιγάντιο «κύμα» ύλης να έχει εκτοξευτεί από τον Ηλιο και να πλησιάζει απειλητικά την Αφροδίτη, αποτελεί μέρος μιας ταινίας που δημιούργησε το τμήμα οπτικοποίησης επιστημονικών δεδομένων (Goddard Scientific Visualization Studio) της NASA.

Η ταινία ονομάζεται «Δυναμική Γη: Εξερευνώντας τον Κλιματικό Μηχανισμό της Γης» και αναφέρεται στο πώς η ηλιακή δραστηριότητα επηρεάζει το κλίμα στον πλανήτη μας. Στην ταινία που έχει διάρκεια 24 λεπτών και προβάλλεται σε πλανητάρια σε ολόκληρο τον κόσμο την αφήγηση κάνει ο διάσημος ηθοποιός Λίαμ Νίσον.

Χάινριχ Μπελ: ΚΑΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Μια Ιστορία Με Πλούσια Δράση

ΚΑΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Μια Ιστορία Με Πλούσια Δράση

ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ περιόδους της ζωής μου είναι σίγουρα αυτή που πέρασα ως υπάλληλος του Άλφρεντ Βουνσίντελ. Από τη φύση μου, κλίνω περισσότερο στη σκέψη και την απραξία παρά στην εργασία, κάπου κάπου όμως επίμονες οικονομικές δυσχέρειες μ' αναγκάζουν - μια και η σκέψη φέρνει τόσα λεφτά όσα και η απραξία - να δεχτώ μια λεγόμενη «θέση». Όταν έφτασα για μιαν ακόμα φορά σ' ένα τέτοιο σημείο κατάπτωσης, απευθύνθηκα στο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας κι από κει με στείλανε, μαζί με άλλους εφτά ομοιοπαθείς μου, στο εργοστάσιο Βουνσίντελ, όπου θα μας υπέβαλλαν σε μια δοκιμασία καταλληλότητας.
Μόλις είδα απ' έξω το εργοστάσιο, πονηρεύτηκα: το εργοστάσιο ήταν ολόκληρο χτισμένο με γυάλινες πλάκες, και η απέχθειά μου για τα φωτεινά κτίρια και τους φωτεινούς χώρους είναι τόσο μεγάλη όσο και η απέχθειά μου για την εργασία. Ακόμα περισσότερο πονηρεύτηκα, όταν μας σέρβιραν αμέσως στην καντίνα, που ήταν βαμμένη με φωτεινά και χαρούμενα χρώματα, πρωινό: όμορφες σερβιτόρες μας έφεραν αυγά, καφέ και φρυγανιές· καλόγουστες καράφες ήταν γεμάτες με χυμό πορτοκάλι˙ χρυσόψαρα κολλούσαν τα κουρασμένα τους προσωπάκια πάνω στα γυάλινα τοιχώματα ανοιχτοπράσινων ενυδρείων. Οι σερβιτόρες ήταν τόσο πρόσχαρες, που φαίνονταν έτοιμες να σκάσουν από χαρά. Μόνο μια ισχυρή θέληση - έτσι πίστευα - τις συγκρατούσε από το να τιτιβίζουν συνεχώς. Ήταν γεμάτες τραγούδια που δεν τραγούδησαν ακόμα, λες κότες που δε γέννησαν τ' αυγά τους.
Μάντεψα αμέσως ό,τι δεν φαίνονταν να μαντεύουν οι ομοιοπαθείς μου: ότι κι αυτό το πρωινό ήταν μέρος της δοκιμασίας˙ κι έτσι μάσαγα με μεγάλη όρεξη, με την πλήρη συνείδηση ενός ανθρώπου που ξέρει ότι εφοδιάζει τον οργανισμό του με πολύτιμες ουσίες. Έκανα κάτι, που κανονικά καμία δύναμη στον κόσμο δε θα μ' έπειθε να κάνω: ήπια με άδειο στομάχι χυμό πορτοκάλι, άφησα χωρίς να τ' αγγίξω τον καφέ και το αυγό καθώς κι ένα κομμάτι της φρυγανιάς, σηκώθηκα κι άρχισα να βηματίζω πάνω κάτω στην καντίνα ανυπόμονος για δράση.
Έτσι, μου είπαν να περάσω πρώτος στην αίθουσα εξετάσεων, όπου βρίσκονταν έτοιμα τα ερωτηματολόγια πάνω σε θαυμάσια τραπέζια. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι μ' ένα τέτοιο πράσινο χρώμα που θα έκανε ν' ακουστεί από τα χείλη ενός ειδικού της εσωτερικής διακόσμησης το επίθετο «μαγευτικό». Δε φαινόταν κανένας κι όμως ήμουνα τόσο βέβαιος ότι με παρακολουθούσαν, ώστε να συμπεριφέρομαι όπως συμπεριφέρεται ένας ανυπόμονος για δράση, όταν πιστεύει ότι παρακολουθείται: έβγαλα ανυπόμονα το στιλό μου από την τσέπη μου, βίδωσα το καπάκι του, κάθισα στο πιο κοντινό τραπέζι και πήρα το ερωτηματολόγιο, όπως πιάνουν οι χολερικοί στα χέρια τους το λογαριασμό της ταβέρνας.
Πρώτη ερώτηση: Το θεωρείτε σωστό να έχει ο άνθρωπος μόνο δύο χέρια, δύο πόδια, δύο μάτια και δύο αυτιά;
Στο σημείο αυτό έδρεψα για πρώτη φορά τους καρπούς της σκεπτικότητάς μου κι έγραψα χωρίς δισταγμό: «Ακόμα και τέσσερα χέρια και πόδια δε θα ήταν αρκετά για την ορμή μου για δράση. Ο εξοπλισμός του ανθρώπου είναι αξιοθρήνητος».
Δεύτερη ερώτηση: Πόσα τηλέφωνα μπορείτε να χειρίζεστε ταυτόχρονα;
Κι εδώ η απάντηση ήταν τόσο εύκολη όσο κι η λύση μιας εξίσωσης πρώτου βαθμού. «Αν τα τηλέφωνα είναι μόνο εφτά» έγραψα «χάνω την υπομονή μου˙ μόνο όταν τα τηλέφωνα γίνουν εννιά, νιώθω ξαλαφρωμένος».
Τρίτη ερώτηση: Τι κάνετε όταν σχολάτε;
Η απάντηση μου: «Δε θέλω πια να ξέρω τη λέξη σχολάω˙ την έσβησα από το λεξιλόγιό μου, μόλις έγινα δεκαπέντε χρονών: εν αρχή ην η πράξις!»
Πήρα τη θέση. Και πράγματι, δεν ένιωθα ούτε με τα εννιά τηλέφωνα εντελώς ξαλαφρωμένος. Φώναζα στ' ακουστικά τους: «Ενεργήστε αμέσως!»- ή: «Κάντε κάτι! - Κάτι πρέπει να γίνει! - Κάτι γίνεται - Κάτι θα γίνει - Κάτι θα' πρεπε να γίνει». Ως επί το πλείστον χρησιμοποιούσα την προστακτική, γιατί μου φαινόταν σύμφωνη με την ατμόσφαιρα.
Ενδιαφέροντα ήταν τα μεσημβρινά διαλείμματα, όταν καθόμαστε στην καντίνα και τρώγαμε φαγητά πλούσια σε βιταμίνες, περιστοιχιζόμενοι από γαλήνια και χαρούμενα πρόσωπα. Το εργοστάσιο Βουνσίντελ ήταν γεμάτο ανθρώπους που τρελαίνονταν να μιλάνε για τη ζωή τους, όπως δα ταιριάζει σε προσωπικότητες που σφύζουν από δραστηριότητα: Η βιογραφία τους αξίζει γι' αυτούς περισσότερο κι από την ίδια τους τη ζωή˙ αρκεί να τους πατήσεις ένα κουμπί κι αρχίζουν να την ξερνάνε με το νι και με το σίγμα.
Εκπρόσωπος του Βουνσίντελ στο εργοστάσιο ήταν ένας ονόματι Μπρόσεκ, που είχε αποκτήσει κάποια φήμη, επειδή, όταν ήταν ακόμα φοιτητής, είχε θρέψει δουλεύοντας τη νύχτα εφτά παιδιά και μιαν ανάπηρη γυναίκα, ενώ ταυτόχρονα διηύθυνε τέσσερις εμπορικές αντιπροσωπείες και παρ' όλ' αυτά μπόρεσε να πάρει με έπαινο μέσα σε δύο χρόνια δύο διπλώματα. Όταν τον είχαν ρωτήσει οι ρεπόρτερ: «Πότε κοιμάστε λοιπόν, κύριε Μπρόσεκ;» αυτός είχε απαντήσει: «Ο ύπνος είναι αμάρτημα».
Η γραμματέας του Βουνσίντελ είχε θρέψει με το πλέξιμό της έναν ανάπηρο άντρα και τέσσερα παιδιά, είχε κάνει ταυτόχρονα τη διατριβή της στην ψυχολογία και την πατριδογνωσία, είχε δούλεψα σ' εκτροφείο τσοπανόσκυλων και είχε γίνει διάσημη σαν τραγουδίστρια νυχτερινών κέντρων με τ' όνομα Βαμπ 7.
Ο ίδιος ο Βουνσίντελ ήταν ένας από τους ανθρώπους εκείνους, που κάθε πρωί, ενώ δεν έχουν καλά καλά ξυπνήσει, είναι κιόλας αποφασισμένοι να δράσουν. «Πρέπει να δράσω» σκέφτονται, ενώ δένουν αποφασιστικά τη ζώνη της ρόμπας τους. «Πρέπει να δράσω» σκέφτονται, ενώ ξυρίζονται, και κοιτάζουν θριαμβευτικά τις τρίχες του προσώπου τους που ξεπλένουν μαζί με τη σαπουνάδα πάνω στην ξυριστική τους μηχανή. Τα υπολείμματα αυτά του τριχώματός τους είναι τα πρώτα θύματα της ορμής τους για δράση. Ακόμα και οι πιο οικείες πράξεις προξενούν σ' αυτά τα άτομα ικανοποίηση: το νερό κελαρύζει, το χαρτί καταναλώνεται. Κάτι έγινε. Το ψωμί τρώγεται, στο πρωινό αυγό κόβεται το κεφάλι.
Ακόμα και η πιο ασήμαντη κίνηση φαινόταν στο σπίτι του Βουνσίντελ σαν μια πράξη: όταν έβαζε το καπέλο του, όταν, τρέμοντας από ενεργητικότητα, κούμπωνε το επανωφόρι του, το φιλί που έδινε στη γυναίκα του, όλα ήταν πράξεις.
Όταν έμπαινε στο γραφείο του, φώναζε στη γραμματέα του, σαν να τη χαιρετούσε: «Κάτι πρέπει να γίνει!» Κι αυτή του ανταπέδιδε με πρόσχαρη διάθεση: «Κάτι γίνεται!» Ο Βουνσίντελ πήγαινε έπειτα από το ένα τμήμα στο άλλο και πέταγε το χαρούμενό του: «Πρέπει κάτι να γίνει!» Κι όλοι απαντούσαν: «Κάτι γίνεται!» Κι εγώ του φώναζα λάμποντας, όταν έμπαινε στο γραφείο μου: «Κάτι γίνεται!»
Μέσα στην πρώτη εβδομάδα ανέβασα τον αριθμό των τηλεφώνων που χειριζόμουνα στα έντεκα, στη δεύτερη στα δεκατρία και διασκέδαζα εφευρίσκοντας τα πρωινά στο τραμ νέες προστακτικές ή κλίνοντας το ρήμα γίνομαι σε διαφορετικούς χρόνους, αναφερόμενος σε διαφορετικά γένη, στην υποτακτική και στην οριστική˙ δύο ολόκληρες μέρες πρόφερα μόνο την ίδια πρόταση, επειδή την έβρισκα τόσο ωραία: «Θα έπρεπε να είχε γίνει κάτι»˙ κι άλλες δύο μέρες μια άλλη πρόταση: «αυτό δε θα έπρεπε να είχε γίνει».
Έτσι άρχισα να νιώθω αληθινά ξαλαφρωμένος, όταν έγινε κάτι πραγματικά: Μία Τρίτη πρωί, όταν δεν είχα καλά καλά καθίσει στην καρέκλα μου, όρμησε ο Βουνσίντελ στο γραφείο μου και φώναξε το συνηθισμένο του «Κάτι πρέπει να γίνει!» Όμως, κάτι ανεξήγητο στο πρόσωπό του μ' έκανε να διστάσω ν' απαντήσω πρόσχαρα και ευδιάθετα, όπως ήταν ο κανονισμός: «Κάτι γίνεται!» Δίσταζα, φαίνεται, για αρκετό διάστημα, γιατί ο Βουνσίντελ, που σπάνια έβαζε τις φωνές, αυτή τη φορά ωρυόταν: «Απαντήστε! Απαντήστε, όπως είναι ο κανονισμός!» Κι εγώ απάντησα σιγανά και πεισματικά, σαν ένα παιδί που το αναγκάζουν να πει: «Είμαι κακό παιδί». Μόλις και μετά βίας μπόρεσα ν' αρθρώσω την πρόταση «Κάτι γίνεται», και δεν την είχα σχεδόν ακόμα τελειώσει, όταν έγινε πραγματικά κάτι: Ο Βουνσίντελ σωριάστηκε στο πάτωμα, έγειρε, όπως έπεφτε, στο πλάι και ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. Αμέσως κατάλαβα, πράγμα που επιβεβαιώθηκε, όταν έκανα το γύρο του γραφείου μου και τον πλησίασα, ότι ήταν νεκρός.
Κουνώντας το κεφάλι, πήδησα πάνω απ' τον Βουνσίντελ, πήγα αργά, περνώντας απ' το διάδρομο, στο γραφείο του Μπρόσεκ και μπήκα μέσα, χωρίς να χτυπήσω την πόρτα. Ο Μπρόσεκ καθόταν στο γραφείο του, βαστούσε από ένα ακουστικό τηλεφώνου στο κάθε του χέρι και στο στόμα του ένα στιλό διαρκείας, με το οποίο κρατούσε σημειώσεις σ' ένα μπλοκ, ενώ με τα γυμνά πόδια του έβαζε σε κίνηση μια πλεκτομηχανή, που βρισκόταν κάτω απ' το γραφείο του. Με τον τρόπο αυτό συμβάλλει στη συμπλήρωση της οικογενειακής του γκαρνταρόμπας. «Κάτι έγινε» είπα σιγανά. Ο Μπρόσεκ έφτυσε από το στόμα του το στιλό, κατέβασε τα δύο ακουστικά, ξεκόλλησε διστακτικά τα δάχτυλά του από την πλεκτομηχανή.
«Τι έγινε ντε;» ρώτησε.
«Ο κύριος Βουνσίντελ είναι νεκρός!» είπα εγώ.
«Όχι» είπε ο Μπρόσεκ.
«Και βέβαια» είπα εγώ· «ελάτε!»
«Όχι» είπε ο Μπρόσεκ, «αυτό είναι αδύνατο», αλλά έχωσε τα πόδια στις παντόφλες του και μ' ακολούθησε στο διάδρομο.
«Όχι» είπε, όταν σταθήκαμε μπροστά στο πτώμα του Βουνσίντελ «όχι, όχι!». Δεν του έφερα αντίρρηση. Γύρισα προσεκτικά τον Βουνσίντελ με τη ράχη στο πάτωμα, του έκλεισα τα μάτια και τον κοίταξα σκεπτικά.
Ένιωθα σχεδόν τρυφερότητα γι' αυτόν και για πρώτη φορά κατάλαβα ότι δεν τον είχα μισήσει ποτέ. Το πρόσωπό του είχε κάτι από την έκφραση των προσώπων των παιδιών που αρνούνται επίμονα να αποχωριστούν την πίστη τους στον Άι-Βασίλη, παρόλο που τα επιχειρήματα των φίλων τους ηχούν τόσο πειστικά.
«Όχι» είπε ο Μπρόσεκ «όχι».
«Πρέπει να γίνει κάτι» είπα σιγά στον Μπρόσεκ.
«Ναι» είπε ο Μπρόσεκ «πρέπει να γίνει κάτι».
Κι έγινε κάτι: ο Βουνσίντελ κηδεύτηκε κι εμένα μ' επέλεξαν για να κρατάω ένα στεφάνι με πλαστικά τριαντάφυλλα συνοδεύοντας το φέρετρό του, γιατί δεν είμαι προικισμένος μόνο με μια κλίση προς τη σκεπτικότητα και την ηρεμία αλλά και μ' ένα παράστημα κι ένα πρόσωπο που ταιριάζουν απόλυτα στα μαύρα κοστούμια. Όπως φαίνεται, είχα μια μεγαλοπρεπή εμφάνιση, καθώς πήγαινα πίσω από το φέρετρο του Βουνσίντελ μ' ένα στεφάνι από πλαστικά τριαντάφυλλα στο χέρι. Δέχτηκα την προσφορά ενός εκλεκτού Γραφείου Κηδειών να εμφανιστώ σαν επαγγελματίας τεθλιμμένος συγγενής. «Είστε γεννημένος τεθλιμμένος συγγενής» μου είπε ο διευθυντής του Γραφείου· «την κατάλληλη ενδυμασία θα σας τη διαθέσουμε εμείς. Το πρόσωπό σας - είναι απλά έξοχο!»
Υπέβαλα στον Μπρόσεκ την παραίτησή μου με τη δικαιολογία ότι δεν αισθανόμουν εκεί απόλυτα ικανοποιημένος, ότι παρά τα δεκατρία τηλέφωνα ένα μέ­ρος των ικανοτήτων μου παρέμενε αναξιοποίητο. Αμέσως μετά την πρώτη επαγγελματική μου εμφάνιση ως τεθλιμμένου συγγενή το κατάλαβα: είναι αυτή η δουλειά που σου ταιριάζει, αυτή η θέση είναι προορισμένη για σένα.
Στέκομαι σκεπτικός πίσω απ' το φέρετρο στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου με μιαν απλή ανθοδέσμη στο χέρι, ενώ η μουσική παίζει το Largoτου Χαίντελ, ένα κομμάτι που δεν το εκτιμούν όσο του αξίζει. Το καφενείο του νεκροταφείου είναι το στέκι μου, εκεί περνάω τις ώρες μου ανάμεσα σε δύο επαγγελματικές εμφανίσεις μου· όμως μερικές φορές ακολουθώ και φέρετρα που δε μου τα έχουν αναθέσει από την υπηρεσία μου, αγοράζω με δικά μου λεφτά μιαν ανθοδέσμη και συντροφεύω τον υπάλληλο της Πρόνοιας, που ακολουθεί το φέρετρο κανενός πρόσφυγα. Κάπου κάπου περνάω και από τον τάφο του Βουνσίντελ, γιατί, στο κάτω κάτω της γραφής, σ' αυτόν χρωστάω ότι ανακάλυψα το ιδανικό μου επάγγελμα, ένα επάγγελμα που χρειάζεται ακριβώς σκεπτικότητα και που η ηρεμία είναι υποχρέωσή μου.
Αργότερα μου ήρθε στο νου ότι δεν είχα ποτέ μου ενδιαφερθεί για το προϊόν που κατασκεύαζε το εργοστάσιο του Βουνσίντελ. Θα ήταν, μάλλον, σαπούνι.
μτφρ. Γιώργος Βελουδής

A Homeless Polar Bear in London - Ft. Jude Law and Radiohead

H άστεγη πολική αρκούδα


Ένα οικολογικό μήνυμα με τη βοήθεια των Radiohead και του Jude Law.

Παρασκήνιο - ΣΕΦΕΡΗΣ, ΕΛΥΤΗΣ

πηγή: www.http://www.ert-archives.gr/  Από το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ



   Πρόκειται για μια ενημερωτική εκπομπή που παρουσιάζει τους δύο μεγάλους Έλληνες βραβευμένους με ΝΟΜΠΕΛ ποιητές, ΓΙΩΡΓΟ ΣΕΦΕΡΗ και ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ. Ο ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΟΚΟΛΗΣ, Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗΣ, ποιητής-Καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, συγγραφέας, ο ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ, φιλόλογος-Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και ο ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ, ποιητής-Διευθυντής του περιοδικού «Ποίηση», καταθέτουν τις απόψεις τους για τους δύο ποιητές, τη σημασία του έργου τους αλλά και τη γενιά λογοτεχνών του '30 σε συνάρτηση με τη δυσκολία της νέας γενιάς να φανεί αντάξια της κληρονομιάς τους. Κάνουν λόγο για τις βραβεύσεις των δύο ποιητών, ενώ παράλληλα παρακολουθούμε πλάνα από αυτές, αποσπάσματα ομιλιών και συνεντεύξεών τους καθώς και αναγνώσεις από αποσπάσματα έργων τους. Επίσης, μιλούν για τις ριζικές διαφορές της ποίησής τους, για το διαχωρισμό της λογοτεχνίας σε σχολές, γενιές και περιόδους, για τα βασικά χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης, για τη σχέση των ποιητών με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της εποχής και τέλος, για τη διεθνή εμβέλεια των έργων τους. Καθ' όλη τη διάρκεια της εκπομπής, εναλλάσσονται πλάνα με φωτογραφίες των ποιητών και σχετικά δημοσιεύματα από εφημερίδες της εποχής.

Δραγούμης, Ίων: Το αιώνιο διάβα (απόσπασμα)

 

ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΑΒΑ

Καὶ ἐνῶ ὁ Ἀλέξης ἔδειχνε μὲ τὶς πρᾶξες του πως κάθε ψοφιοσύνη τὴ σιχαίνεται καὶ τὴν ἀρνιέται καὶ κάθε ζωντανάδα τὴν ἀγαπάει καὶ τὴ χαίρεται καὶ ἐνῶ ἔλεγε πως οἱ δίχως φωτιὰ καὶ χωρὶς φῶς ἄνθρωποι πρέπει νὰ σκοτώνωνται γιὰ νὰ λείπουν ἀπὸ τὴ μέση, ἔμαθε πως σκοτώθηκε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι ἕνας φίλος του στὴν Ἀθήνα καὶ ταραγμένος ρώτησε· − «Μὰ γιατί νὰ πεθαίνουν οἱ ζωντανοί; γιατί νὰ χάνωνται ἐκεῖνοι οἱ λιγοστοί, που εἶναι ὅλο φῶς, φωτιὰ καὶ ζέστη; γιατί νὰ ποθοῦν τὸ θάνατο; γιατί νὰ μεθοῦν ἀπὸ τὴν πνοή του; γιατί νὰ τρέχουν, γιατί νὰ βιάζωνται κατὰ τὸ χαμό τους;»
Σὰν κάτι ρυθμοὶ βαρύτατοι ἀνάβρυζαν κυματιστοὶ ἀπὸ τὰ βάθια τὰ ἀπόμακρα τῆς ψυχῆς του, ἔτσι·
Γι' αὐτούς, τοὺς λιγοστούς, ἡ ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε, παίζουν μαζί της καὶ δὲν τὴ λογαριάζουν, γιατὶ ἀλλοῦ ἔχουνε τὸ νοῦ τους, καὶ ἡ φωτιὰ που εἶναι μέσα τους θέλει νὰ καοῦν.
Μὰ τοὺς ἄλλους ὅμοιούς του, γιατί ἐκεῖνος, που βιάζεται νὰ φύγη ἀπὸ τὴ ζωή, τοὺς ἀφήνει μόνους νὰ φορτωθοῦν τὰ βάρη ὅλα, που μαζί του βαστοῦσαν; − Ὧ Καρυάτιδες, που χάσατε τὴν ἀδελφή σας τὴν ἰσάξια − πιὸ δύσκολη, πιὸ βαρειὰ, πιὸ ἄχαρη γίνεται ἡ ξεχωριστὴ δουλειά, που πῆραν ἀπάνω τους οἱ λιγοστοί, που τοὺς μεθάει καὶ αὐτοὺς τοῦ θανάτου ἡ πνοή, μὰ ἀποφάσισαν νὰ ζήσουν γιὰ νὰ βαστάξουν ὣς τὸ τέλος ἐκεῖνα που θεληματικὰ φορτώθηκαν.
Ἄσχετοι ἀπὸ τὶς πρᾶξες τους, ἀπὸ τὰ πράματα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, που ἀνούσιοι, σαχλοὶ καὶ μέτριοι τοὺς περιτριγυρίζουν, ἐρωτεύονται κι αὐτοὶ τὸ θάνατο καὶ βία τρελὴ τοὺς σέρνει κατὰ κεῖθε. Ὅμως θὰ νικήσουνε τὴν ἀηδία που τοὺς παίρνει καὶ μέσ' στὸ πρόστυχο παζάρι θὰ ζήσουν.
Ἴδια τὰ μεγάλα δέντρα, που πρέπει νὰ κάμουν τὸν καιρό τους δίχως ἀνυπομονησία καὶ βία, περιμένουν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀνοίξουν, νὰ φυτρώσουν, νὰ φουντώσουν, νὰ ὑψωθοῦν, νὰ θεριέψουν, νὰ συμμαζωχτοῦν, νὰ μαραθοῦν. Νὰ σκοτωθοῦν μονάχοι τους δὲν εἶναι ἀνάγκη. Θὰ ἔλθη μόνος του ὁ θάνατος νὰ τοὺς πάρη, δὲν μπορεῖ νὰ ἀργήση. Ὅμως, ὅπου κι ἂν πηγαίνουν, στὰ ταξίδια τους, μαζί τους παίρνουν καὶ λίγο θάνατο.
Ἡ σκέψη τῶν λιγοστών, που μόνοι μέσα στὴν ἀθρωπότητα ἀξίζουν κάτι, σχετικὰ μὲ τὶς μεγάλες μάζες, μπορεῖ νὰ χαράζη ἐπάπειρο νέους φιλοσοφικοὺς δρόμους καὶ νὰ γεννοβολᾶ νέες ἀντίληψες τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ δύνεται καλὰ καλὰ νὰ τὴν παρακολουθῆ τὴ σκέψη αὐτὴ τῶν ἐξαιρετικῶν ἡ μεγάλη μάζα τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔτσι οἱ λιγοστοὶ δὲ θὰ πάψουν ποτὲ νὰ ἀλλάζουν τὰ ἰδανικὰ τῆς ἀνθρωπότητας, χωρὶς ποτὲ νὰ τοὺς μοιάσουν οἱ πολλοί, ὅσο καὶ νὰ γίνωνται διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν πρωτινὸ ἑαυτό τους.
Ὅποιος τὸ ἔχει μέσα του νὰ μπορῆ, θελητὰ ἢ ἄθελα, νὰ ἐπηρεάζη τὴ μεγάλη μάζα, θὰ πάη πρῶτα νὰ σταθῆ στὸ ἐπίπεδό της, θὰ χωθῆ ὣς στὸ λαιμὸ μέσα στὰ τρεχούμενα ἰδανικά της καὶ ἀπὸ κεῖ θὰ πασκίση νὰ τὴν τραβήξη κατὰ τὸ δικό του τὸ καινούργιο ἰδανικό. Μὰ γιὰ νὰ πετύχη − ἂν θέλη τὴν ἐπιτυχία − πρέπει νὰ μὴν ἀπομακρύνεται στὰ μάτια της πολὺ ἀπότομα ἀπὸ τὰ ἰδανικὰ τῆς μεγάλης μάζας. Ἔτσι καὶ τὸ ἐθνικὸ ἰδανικὸ μπορεῖ νὰ γίνη, στὰ χέρια ἑνὸς ἐξαιρετικοῦ, ὄργανο γι' ἄλλους σκοπούς, καὶ γιὰ τὸ ἀνέβασμα τῶν πολλῶν σ' ἄλλο ἠθικὸ ἐπίπεδο καὶ γιὰ τὸ λαγάρισμα τῶν λίγων καὶ ἐξαιρετικῶν, που μόνοι ἀξίζουν.
Δὲν εἶναι ἀξιοκαταφρόνητη ἡ μεγάλη μάζα τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ σ' αὐτὴν ἐπάνω ριζώνουν καὶ ἀκουμποῦν καὶ δυναμώνουν καὶ ἀκονίζονται καὶ ἀπὸ μέσα της ξεχωρίζονται τὰ μεγάλα ἄτομα, οἱ διαλεχτοί, που δὲν εἶναι οὐρανοκατέβατα πουλιά, μὰ ἀνθοὶ τῆς ἀνθρωποσύνης. Ὅποιος ὅμως εἶναι ἀπὸ κείνους που πλάθουν ἰδανικά, ὅποιος εἶναι δημιουργὸς εἰδώλων καὶ χαράχτης δρόμων καὶ νομοθέτης, θὰ ἔχη τὴν πεποίθηση πως δὲν ἀλλάζει καὶ πολὺ σὲ κανέναν καιρὸ καὶ σὲ κανέναν τόπο ἡ μεγάλη μάζα τῶν ἀνθρώπων, ὁ αἰώνιος Κάλιμπαν, καὶ μόνο γιὰ νὰ τὴ συναρπάζουν οἱ ἐξαιρετικοί, γι' αὐτὸ ἀξίζει.
Μήπως τὸ νὰ προχωρῆ ὁ νοῦς αὐτοῦ τοῦ ἐξαιρετικοῦ σὲ κόσμους νέους καὶ ἄγνωρους καὶ νὰ ἀφήνη πίσω του τὴ μεγάλῃ μάζα τῶν ἀνθρώπων ἢ νὰ προβαίνη ξέχωρά τους ἀπ' ἄλλο μονοπάτι, μήπως αὐτὸ ἐλαττώνει τὴν ἀξία τοῦ μεγάλου δρόμου μὲ τὰ τρεχούμενα ἰδανικά του; Κάθε ἄλλο.
Κι αὐτὸς ὁ ἴδιος τὰ ξεχωρίζει καὶ τὰ βλέπει πως εἶναι ἰδανικὰ τῆς μεγάλης μάζας. Ὅσο ζῆ μοναχικὸς μὲ τὴ σκέψη του, δὲν τὰ λογαριάζει, παρὰ ἀντικειμενικά, μὲ τὴν ἀξία που μπορεῖ νὰ ἔχουν μέσα στὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν κατεβῆ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ νοιώση τὴν ἀνάγκη νὰ τοὺς ἐπηρεάσῃ, τότε ἀλλάζει ψυχολογία ὁ ἴδιος, παίρνοντας τὴν ψυχολογία τῆς μεγάλης μάζας, δὲ λησμονεῖ ὅμως ποτέ του πως δὲ θ' ἀφομοιωθῆ. Θὰ κρατήση τὸν ἑαυτό του ἀκέριο καὶ κλειέται πιὸ σφιχτὰ μέσα του καὶ μὲ τὴ διαφορά του, μ' αὐτήν, θὰ ἐπηρεάση τοὺς ἀνθρώπους.
Γιὰ νὰ προτιμᾶ ὁ ξεχωριστὸς τὴ φιλοσοφίᾳ τὴ δική του ἀπὸ τὰ ἀφιλοσόφητα − ὄχι ὅμως καὶ ἀστήριχτα ἰδανικὰ τοῦ λαοῦ, μήπως τοῦτο πάει νὰ πῆ πως ἡ φιλοσοφία του εἶναι καλλίτερη; Αὐτὸς τὴν προτιμᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν ἀποκλείει γιὰ τὸ λαὸ τὴν ἀξία τοῦ ἰδανικοῦ τοῦ λαοῦ. Ὁ καθένας φτειάνει ὅπως μπορεῖ τὴ φιλοσοφία του καὶ τὰ ἰδανικά του γιὰ νὰ ζήση ἢ καὶ νὰ νικήση.
Ὁ ξεχωριστὸς νομοθετεῖ, μὰ τὶς περισσότερες φορὲς γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ὅμοιούς του, τοὺς λιγοστούς. Οὔτε θέλει νὰ γίνεται ὁ νόμος ὁ δικὸς του γενικὸς κανόνας, γιατὶ εἶναι περήφανος. Τὶς δικές του πρᾶξες τὶς κάνει θεωρίες γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τοὺς λίγους διαλεχτούς, ὄχι γενικὴ θεωρία. Αὐτὸς παίρνει τὰ δικαιώματα που τοῦ ἀρέσουν ἢ τοῦ ταιριάζουν, μὰ δὲν ἀξίζει νὰ δίνη τὰ ἴδια δικαιώματα καὶ στοὺς ἄλλους ὅλους, γιατὶ ὅλοι δὲν εἶναι ἄξιοι τὰ δικά του δικαιώματα νὰ χαίρωνται.
Οἱ ἄνθρωποι τὸν ἐξαιρετικό, που δὲν τόνε γνωρίζουν, τὸν βλέπουν σὰν ὅμοιό τους καὶ ὁλοένα τὸν τραβοῦν κατὰ τὸν κάμπο τους, γιὰ νὰ τὸν ἰσοπεδώσουν. Τοῦ ὁρίζουν μάλιστα καὶ θέση στὴν κωμωδία τῶν κοινωνιῶν. Μὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀφομοιωθῆ μὲ τὴ θέση αὐτή, ξεφεύγει ἀπὸ παντοῦ, γιατὶ εἶναι πλατύτερος ἀπὸ τὴ θέση του.
Καὶ μπαίνει ὁ ἐξαιρετικὸς στὸ χορό τους εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία εἴτε ἀπὸ δύναμη. Τὸ τρίψιμο μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν εἶναι ἀδύνατος, τὸν πειράζει καὶ λαχταρᾶ τὴν ἐλευτεριά του στὴν ἐρημιὰ τῶν βουνῶν του ἢ τῶν κάμπων του, γιατὶ κι αὐτὸς δὲ βρίσκεται πάντα ψηλὰ σὲ κορφοβούνια. Μά, σὰν εἶναι δυνατός, τίποτε δὲν τὸν πειράζει, ἀντικρύζει τοὺς ἀνθρώπους σὰ μύγες καὶ χτυπάει δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ δεσπότης, δημιουργὸς καὶ νομοθέτης.
Ὅταν ἔχη τὴν δύναμη νὰ εἶναι περήφανος, νικητὴς καὶ τύραννός τους, τότε μόνο ἀξίζει νὰ μένη μέσα στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ πάλι ἔπειτα νὰ βγαίνη ἀπὸ τὶς κοινωνίες τους ἀκέραιος, καθάριος καὶ ἐλεύτερος. Περνάει καὶ ἀπὸ βούρκους καὶ ἀπὸ λάσπες, που αὐτὸν δὲν τὸν λερώνουν.
Μὲ τὴν ὑποκρισία του τὴν καθημερινή, δὲ θὰ καταντήση τέτοιος, που νὰ μὴν ξέρη πιὰ καλὰ καλὰ τί εἶναι δικό του καὶ τί τῆς κοινωνίας του. Μὰ μήπως μπορεῖ κανεὶς νὰ φαντασθῆ πως, ὅσο δυνατὸς καὶ νὰ εἶναι, θὰ καταφέρη νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς τριγυρισιᾶς του; Γιατί τάχα, ἀντὶ νὰ τὴν πολεμᾶ, νὰ μὴν παντρεύεται μὲ τὴν κοινωνία του, γιὰ νὰ καταντήση ἔτσι νὰ μὴ διακρίνη πιὰ τὰ δικά του ἀπὸ τὰ δικά της καὶ νὰ ἔχη τὴν ἡσυχία του; Δὲν παντρεύεται μὲ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ δὲν τὴν ἀγαπᾶ καὶ γάμο συμφεροντολογικὸ δὲν μπορεῖ νὰ κάμη.
Γι' αὐτὸν δυὸ κατάστασες ὑπάρχουν, ἢ νικητὴς ἢ μοναχός. Τρίτη δὲ διακρίνει ἄλλη, παρὰ τὸ θάνατο, γιατὶ πρόβατο στὸ κοπάδι τῶν ἀνθρώπων δὲν τοῦ δόθηκε νὰ μπορῆ νὰ γίνη αὐτός. Εἴτε στὴν ἐρημιά του εἴτε στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων βρίσκεται, ἀπομένει πάντα μόνος.
Καὶ ὁ θάνατος θὰ ἔρθη στὸν καιρό του. Δὲ θὰ φοβηθῆ ὁ ἐξαιρετικὸς νὰ παίξη τὴ ζωή του τολμηρά, νὰ σκορπίση τὰ πλούτη του, νὰ ἀποκαῆ. Ὁλοένα αὐτὸ κάνει, ἀλλὰ καὶ δὲ θὰ σκοτωθῆ ποτὲ μὲ τὸ χέρι του. Ἂς ἔρθουν ἄλλοι νὰ τὸν σκοτώσουν. Μὰ ὁ Χάρος ἂς ἔρθη σὲ ὥρα πλούτου τῆς ψυχῆς του, σὲ ὥρα μουσικὴ καὶ ὄχι σὲ ὥρα φτώχιας καὶ κακομοιριᾶς. Ἕνα μοναχὰ θάνατο καταλαβαίνει ὄμορφο, τὸ θάνατο τοῦ πολεμιστῆ ἐπάνω στὴ μάχη.
Δὲν πιάνει δεσμοὺς μὲ τοὺς κύκλους τῶν ἀνθρώπων. Μπαίνει εὔκολα καὶ βγαίνει πάλι ὅσο εὔκολα καὶ ἐλεύτερα μπῆκε. Ἀπὸ παντοῦ ξεφεύγει, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζήση μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε καὶ νὰ καθίση ἀνάμεσά τους, μόλις μπορεῖ καὶ στέκεται ὀρθὸς λιγάκι ἀναμεταξύ τους. Στέκεται καὶ ὕστερα προβαίνει πάλι.
Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν εἶναι ἀνάμεσά τους, τὸν κρίνουν καὶ τὸν κρίνουν ἀπὸ κεῖνα, που γι' αὐτὸν δὲν ἔχουν σημασία, ἀπὸ τὶς πρᾶξες του, προπάντων τὶς μικρὲς καὶ τὶς καθημερινές, καὶ ἀπὸ τὰ φερσίματά του. Τὰ κρυμμένα δράματά του, οἱ ἄνθρωποι, ταπεινοὶ καὶ τυφλοί, δὲν τὰ βλεπουν, καὶ μιλοῦν ἔξαφνα γιὰ ἕνα λόγο που ξεστόμισε ἄσκεφτος μιὰ μέρα − ἄσκεφτος, γιατὶ στοχάζονταν ἴσως ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὰ δράματά του τὰ κρυμμένα, τὶς ἀμφιβολίες του γιὰ τὴ μεγαλοσύνη του. Τὸν κρίνουν ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειά του, γιατὶ μὲ τὴν ἐπιφάνειά του τοὺς σέρνει, τοὺς θυμώνει, τοὺς σπρώχνει, τοὺς τραντάζει, τοὺς στραπατσάρει, τοὺς συνταράζει, τοὺς διώχνει, τοὺς συναρπάζει, τοὺς διασκεδάζει ἢ τοὺς κάνει καὶ τὸν βαριοῦνται.
Καί, ἐνῶ γελᾶ, σέρνει αὐτὸς μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ θανάτου, που αὐτὴ εἶναι τὸ κεντρὶ τῆς ζωῆς του. Ἂς τὴν κοιτάζη πάντα γιὰ νὰ θυμᾶται πως αὐτὸς δὲν εἶναι αἰώνιος καὶ νὰ ξεχωρίζη διάφανα ποιά εἶναι τὰ αἰώνια πράματα. Ἡ εἰκόνα τοῦ θανάτου τὸν γεμίζει αἰωνιότητα.
Ταξιδιώτης, διαβατάρης μέσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ πράματα, ζῆ μὲ τὴν αἴσθηση πως περνᾶ. Περνάει μέσα στὸν καιρό, περνάει ἀπὸ τόπους, που δὲν εἶναι τὸ λιμάνι που θὰ ἀράξη, γιατὶ ἀραξοβόλι δὲν ὑπάρχει γι' αὐτόν, περνὰ καὶ γνωρίζει τὰ ἄγνωστα καὶ ποθεῖ τότε κι ἄλλα νὰ γνωρίση, γιατὶ ἡ αἰώνια δίψα τῆς γνώσης τὸν κατέχει.
Ἐκεῖνο που κάθε στιγμὴ κάνει, ἐκεῖνο μονάχα δὲν εἶναι αἰώνιο. Αἰωνιότητα εἶναι τὸ αἰώνιο διάβα ἀπὸ τόπους καὶ χρόνους που δὲν εἶναι δικοί του. Ὁλοένα περνᾶ καὶ περνῶντας βλέπει, μὰ δὲν εἶναι μόνο θεατὴς καὶ περνῶντας δημιουργεῖ καὶ μὲ τίποτε δὲν ἀφομοιώνεται περισσότερο, παρὰ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ τὸ καταλάβη, καὶ δὲ γίνεται παντοτινὰ ἕνα μὲ τίποτε ἀπὸ κεῖνα που περνᾶ καὶ εἶναι αἰώνια προσωρινά του. Πάντα ξένος, ἐρημοσπίτης, δίχως σταθμὸ καὶ δίχως λιμάνι κανένα, ποτέ. Ποῦ νὰ ἐγκατασταθῆ καὶ γιατί;
Σπίτι του εἶναι τὸ ταξίδι του καὶ τὸ πέρασμά του μέσα στὸ χρόνο ἀπὸ τόπους καὶ ἄλλους τόπους. Μὲ τὸ καράβι του, που δὲν ἀποζητᾶ λιμιῶνες νὰ ρίξη τὴν ἄγκυρά του, περνάει ἀπὸ κάτι γιαλοὺς ψηλούς, ξεροὺς καὶ κίτρινους καὶ εἶναι σὰ μεσημέρι ἡ ἡδονὴ μέσα του, κοιτάζει ἀπὸ πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, που κάθονται ἀντίκρυ του, καὶ σμίγει μὲ τὴ φύση. Καὶ ὕστερα περνάει ἀνάμεσα στὰ νησιά, που εἶναι σὰ σταθμοὶ τοῦ χρόνου. Καὶ ἔπειτα ἀνεβαίνει στὰ βουνὰ καὶ χάνεται στὰ δάση τὰ παρθένα, τὰ ἀξεδιάλυτα καὶ κατεβαίνει ἀπὸ κεῖ στοὺς κάμπους, που τοὺς δέρνει ἡ ξεραΐλα καὶ τὸ λιοπύρι. Καὶ τότε βουτάει στὰ βάθια τῶν νερῶν τῶν παγωμένων καὶ πάλι βγαίνει καὶ διαβαίνει καὶ προβαίνει. Τέτοιο εἶναι τὸ δικό του τὸ σπίτι.
Τὴν ὥρα που σκοτεινιάζει ἡ μέρα περπατεῖ στὶς πολιτεῖες σὲ κάτι συνοικίες μακρινὲς καὶ μιὰ λύπη ἀναβλύζει κύματά της. Εἶναι μόνος καὶ εἶναι αἰώνιος. Τίποτε ἀνθρώπινο δὲν τὸν πειράζει, γιατὶ τὰ κύματα τῆς αἰωνιότητας, που ἀναβλύζουν ἀπὸ τὰ βάθη τὰ ἀγνώριστα τῆς ψυχῆς του, τόσο ὁρμητικὰ βγαίνουν, που σκεπάζουν τὰ πράματα τοῦ κόσμου, τὰ χρωματίζουν καὶ τὰ μεταμορφώνουν. Ἡ δύναμη τῶν κυμάτων του εἶναι δυνατώτερη ἀπὸ κάθε ἄλλη δύναμη καὶ ἀπὸ κάθε τοῦ κόσμου πρᾶμα.
Καὶ αὐτός, που περνάει μέσα στὴ ζωή, αὐτὸς ξεπερνᾶ τὰ πράματα, τὰ ξεσκολίζει καὶ δὲν ξαναγυρίζει πίσω, ξεπερνᾶ τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὸν ἔρωτα, τὴ ματαιότητα τῶν πάντων, τὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν πιστή, τὴ δόξα, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ψευτιά, τὴν κακία καὶ τὴν καλοσύνη, τὴ λύπη καὶ τὴ χαρά, τὴν ἀκαματοσύνη καὶ τὴ δουλειά, τὴν πράξη καὶ τὴ σκέψη, καὶ πάλι μένει ὁλόκληρος, αὐτός, μ' ὅλες τὶς ἱκανότητες, χωρὶς τίποτε νὰ θέλη καὶ πάρα πολύ. Τί ἀνάγκη νὰ θέλη τίποτε, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι κάτι; Τί νὰ θέλη ξεχωριστά, που τὰ θέλει ὅλα; Δὲν ἀγαπᾶ τὸν κόσμο· δὲν εἶναι τάχα ὅλα δικά του;
Ἡ ζωὴ δὲν τοῦ εἶναι βάρος καὶ δὲν τὴν ὑποφέρει στωικά. Δὲ δέχεται μοναχὰ ἀντρειωμένα τὴν πίεση τῶν πραμάτων καὶ τῶν ἀνθρώπων, παρὰ καὶ ἀγωνίζεται ἐπιθετικά, γιατὶ πρέπει νὰ ξοδέψη τὰ πλούτη του, τὴ δύναμή του τὴν περισσευούμενη, τὴν ἀλογάριαστη.
Τίποτε δὲ διαλύνει μέσα του τὸν πόθο τῆς γνώσης καὶ τῆς πάλης. Μπαίνοντας στὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων ἀκονίζει τὸ μυαλό του καὶ τὴ θελήσή του κάθε ὥρα, ἐνῶ, ἂν ἔμενε πάντα στὸν πύργο του κλεισμένος ἢ στὴν ἐρημιά του, ἴσως καὶ νὰ ἀποκοιμιοῦνταν σὲ κανένα νιρβανά.
Στέκεται στὴ θέση του, ἴδιος καπετάνιος, στὴ θέση που βρῆκε αὐτός, μόνος του, μὲ τὴν ἀντίληψή του τὴ διαπεραστική, χωρὶς ὑποταγὴ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ συστήματα, που γράφουν τὰ βιβλία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὰ βιβλία καὶ τὰ γραψίματα καὶ αὐτὰ τὰ ξεπέρασε καὶ οὔτε τοῦ χρειάζονται πιὰ γιὰ νὰ νοιώση τὸν κόσμο. Ἡ σκέψη του ἡ ἀληθινὴ εἶναι κείνη σ' ὅποιαν κατασταλάζει τὴν κάθε φορά.
Βέβαια, μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁ χρόνος ἄπειρος, θὰ ξαναγίνωνται πολλὰ πράματα, μά, ἐπειδὴ καὶ ὁ τόπος εἶναι ἄπειρος, δὲ μένει καμιὰ πιθανότητα γιὰ νὰ ξαναγίνουν ποτὲ ἀπαράλλαχτα. Τὸ αἰώνιο διάβα γίνεται χωρὶς ξαναγυρισμοὺς στὰ ἴδια καὶ στὰ ἴδια. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἐξαιρετικοὶ ἄνθρωποι δὲν ξαναφανερώνονται οἱ ἴδιοι, δὲ γίνονται ἴσως πιὸ ἐξαιρετικοί, γιατὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐλπίζη τίποτε καλλίτερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, μὰ γίνονται κάπως ἀλλοιώτικα ἐξαιρετικοί, χωρὶς νὰ καταντήσουν ποτὲ θεοί.
Ὁ ἕνας ἄνθρωπος δὲ γίνεται, μόνο που ἀνοίγει καὶ ἁπλώνεται. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως γίνεται, ἡ γενιὰ δηλαδὴ ἡ ἀνθρώπινη καὶ ὄχι ἕνα της ἄτομο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ξετελειωμένος, γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἐξαιρετικὸς εἶναι ἐλεύτερος ναυτειάση ὅ,τι θέλει, μέσα στὸν κύκλο βέβαια τοῦ ἀνθρώπινου μπορετοῦ, καὶ νὰ γκρεμίση καὶ νὰ χαλάση καὶ πάλι ναυτειάση. Καὶ ἡ ἐλευτεριά του αὐτὴ τὸν ἐνθουσιάζει. Ἔχει στάδιό τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων, που θὰ γεννηθοῦν στὴ γῆ ἐπάνω. Αὐτὴ τὴν αἴσθηση μπορεῖ νὰ τὴ μεταδώση καὶ σ' ὅλους, συναρπάζοντας καὶ μεθῶντας τοὺς μὲ κρασί, μὲ ἰδανικά, μὲ θρησκεῖες.
Ζῆ βέβαια, μὰ ζῆ αἰώνια, ἡ οὐσία του δὲν τοπικίζεται, δὲν εἰδικεύεται, δὲν κλειέται μέσα στὰ σύνορα τοῦ καιροῦ του. Εἶναι καὶ ἄνθρωπος, μὰ εἶναι καὶ αἰώνιος, καὶ ἂν ἐρωτευτῆ τούτη τὴ γυναῖκα ἢ ἐκείνη, καὶ ἂν τοῦτο τὸ φαγὶ τῆς ἐποχῆς του φάγη, καὶ ἂν ντύνεται κατὰ τὴ μόδα τοῦ καιροῦ του, καὶ ἂν παίρνη κάποια θέση, που τοῦ χαρίζει ἡ κοινωνία, ὅπου βρέθηκε, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσήμαντα καὶ ἀδιάφορα καὶ περαστικά, γιατὶ αὐτὸς εἶναι αἰώνιος, ὅλων τῶν τόπων καὶ ὅλων τῶν καιρῶν, ἔξω ἀπὸ τὶς κοινωνίες, ὅσο κι ἂν αὐτὲς τὸν βλέπουν μέσα τους, ἐπειδὴ τυχαίνη νὰ ἔχη μορφὴ ἀνθρώπινη καὶ ὄχι μορφὴ βράχου, νεροῦ, σκουληκιοῦ, πεύκου ἢ ἀνέμου. Καί, ὅταν ἀνακατώνεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ παίζει μαζί τους σὰ νὰ ἤταν ἄνθρωπος, ἀγκαλιάζει βέβαια μορφὲς ζωντανές, μὰ περαστικές, που θὰ μαραθοῦν καὶ θὰ πεθάνουν, ἐρωτεύεται γυναῖκες σύγχρονες, παίρνει καὶ ρουφᾶ τὴν πνοὴ τῶν ρόδων τοῦ καιροῦ του, καὶ τότε τ' ἀνθρώπινα ὄντα τὸν παίρνουν γι' ἄνθρωπο καὶ τὸν ἔχουν γιὰ πρᾶμα διαβατάρικο καὶ πρόσκαιρο σὰν κι αὐτὰ τὰ ἴδια. Μὰ πόσο γελιοῦνται!
Ζῆ πάντα μὲ τὸ ὅραμα τῆς αἰωνιότητας, ὅπου οἱ ἄνθρωποι φαίνονται σὰ μύγες, οἱ πρᾶξες τοὺς μυγοχέσματα, οἱ κρίσες τους μουρμουρητὰ μαύρων μυγῶν. Εἶναι καθαρὸς καὶ διάφανος. Περπατεῖ στὸ δρόμο που ἡ μοῖρα τοῦ προόρισε. Βλέπει, σὰ σὲ ζωγραφιά, καὶ τὴ δική του τὴ ζωὴ καὶ ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τὶς ζωὲς ἀνθρώπων ἄλλων καιρῶν καὶ τὴν ἱστορία ὅλη τῶν ἀνθρώπων. Καὶ μέσα σ' αὐτὴ τὴν κοντὴ προοπτική, που ἀνοίγει τόσο μεγάλον ὁρίζοντα, σβήνουν καὶ χάνονται οἱ ψιλοκοπιὲς τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς καὶ ἀπομένουν μόνον ἐκεῖνα, που χαράζονται ἄθελα στὴν ψυχή του, τὰ κύρια χαραχτηριστικὰ τοῦ ἀνθρώπου, που αἰώνια θὰ μείνουν ἀνάλλαχτα ὥς που νὰ ψοφήση τὸ ζῷον «ἄνθρωπος».
Μ' αὐτὸ τὸ ὅραμα στὰ μάτια τῆς ψυχῆς του ζῆ − δηλαδὴ ἐνεργεῖ καὶ στοχάζεται − σκληρὸς καὶ εὐαίσθητος, ψηλὸς καὶ ἐλεύτερος πάντα.

Practice Piano With JoyTunes for iPad

πηγή: www.http://www.freetech4teachers.com/

JoyTunes is a small collection of iPad apps that I reviewed earlier this summer. JoyTunes builds apps that you can use to practice piano and recorder. With JoyTunes installed you play your physical instrument, but get directions and feedback through the app on your iPad. Last week they launched a new app for learning to play the national anthems of many countries on the piano.

Piano Summer Games from JoyTunes is a new free iPad app. The app provides directions and feedback for playing the national anthems of forty countries. You can play on your piano or play on a virtual keyboard on your iPad. You can compete with other JoyTunes users by earning points for playing the anthems correctly.


Applications for Education
JoyTunes could be a good piano tutor for students who have iPads. You can download the Piano Summer Games app here.

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Τα χρώματα των αρχαϊκών αγαλμάτων στο Μουσείο της Ακρόπολης

πηγή: www.in.gr

Η Κόρη Ακρ. 684. Το σκουλαρίκι είχε διακοσμηθεί με αιματίτη (καφετί κόκκινο) και αιγυπτιακό κύανο. Η στεφάνη της κόμης με αιγυπτιακό κύανο, κονιχαλκίτη (βαθύ πράσινο) και μαλαχίτη (πράσινο). Φωτογραφία: Σωκράτης Μαυρομμάτης © Μουσείο Ακρόπολης
 
















 
  Μια έρευνα για τη συλλογή αρχαϊκών αγαλμάτων που σώζουν τα χρώματά τους ξεκινά την Τρίτη, 31 Ιουλίου το Μουσείο της Ακρόπολης. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας θα παρουσιαστούν στο Μουσείο. Στόχος του μουσείου είναι να ανοίξει μία ευρύτατη συζήτηση με κοινό και ειδικούς για θέματα τεχνικής των χρωμάτων, την ανίχνευσή τους με νέες τεχνολογίες, την πειραματική χρήση τους σε μαρμάρινες επιφάνειες, την ψηφιακή αποκατάστασή τους, τη σημασία τους αλλά και την αισθητική αντίληψη της αρχαϊκής εποχής για τα χρώματα.  Το χρώμα αποδεικνύεται ότι αποτέλεσε όχι στοιχείο απλής διακόσμησης, αλλά προστιθέμενη αισθητική ποιότητα του γλυπτού.

   Τα χρώματα για τους αρχαίους Έλληνες και την κοινωνία τους αποτελούσαν ένα μέσο χαρακτηρισμού. Οι θεοί είχαν ξανθή κόμη που ακτινοβολούσε τη δύναμή τους, οι πολεμιστές και αθλητές φαιόχρωμη επιδερμίδα ως ένδειξη αρετής και ανδρείας, οι κόρες λευκό δέρμα που δήλωνε τη χάρη και λάμψη της νεότητας. Η νέα μουσειακή δράση για τα Αρχαϊκά Χρώματα βασίζεται σε πολύ προσεκτική παρατήρηση, σε φασματοσκοπικές αναλύσεις, σε ειδική φωτογράφιση, σε προσπάθειες αναπαραγωγής των αρχαίων χρωμάτων και εφαρμογή τους σε παριανό μάρμαρο και φυσικά στην αναζήτηση πολύτιμων πληροφοριών από τις γραπτές πηγές για τα χρώματα. Τα ξεκάθαρα, κορεσμένα χρώματα των αγαλμάτων πάνω στα φωτεινά ενδύματα και τα τρυφερά σώματα, σε συνδυασμό με τα πλούσια κοσμήματα, συχνά από μέταλλο, και τους περίτεχνους βοστρύχους της κόμης δημιουργούσαν μία ιδιαίτερη αισθητική χαρά.

  Στο πλαίσιο της δράσης για τα Αρχαϊκά Χρώματα, το Μουσείο προσκαλεί τις οικογένειες με τα παιδιά τους να ανακαλύψουν τα αρχαϊκά χρώματα μέσα από διάφορα παιχνίδια και χρωματίζοντας την Πεπλοφόρο. Οι επισκέπτες θα μπορούν να συνεχίζουν τα παιχνίδια στο σπίτι τους μέσα από την ειδικά διαμορφωμένη ψηφιακή διαδραστική εφαρμογή www.theacropolismuseum.gr/peploforos.

  Στο Μουσείο θα πραγματοποιούνται, επίσης, θεματικές παρουσιάσεις με τίτλο «Αρχαϊκά Χρώματα» από τους αρχαιολόγους-φροντιστές, με πλούσιο οπτικό υλικό, οι οποίες θα διεξάγονται στα ελληνικά και στα αγγλικά. Την 31η Ιουλίου 2012, ημέρα έναρξης της δράσης, θα πραγματοποιηθούν 6 παρουσιάσεις από τις 11 π.μ. έως τις 4 μ.μ. Από την 1η Αυγούστου 2012, οι παρουσιάσεις θα πραγματοποιούνται καθημερινά στις 12:00 το μεσημέρι στα αγγλικά και στη 13:00 μ.μ. στα ελληνικά.

Nικηφόρος Βρεττάκος (1912 - 1991) : Το παιδί με τη φυσαρμόνικα

             Το παιδί με τη φυσαρμόνικα

Θα βγω στον κάμπο να μαζέψω
τα πεσμένα φύλλα του ήλιου,
να πλάσω τις ακτίδες του -τούτο το καλοκαίρι-,
να πλάσω τις ακτίδες του σε φύλλα για να γράψω
τον ουρανό και το τραγούδι σου, Ελληνόπουλο!
Γιατί το χώμα δε με φτάνει! Δε με φτάνει το αίμα μου!
Γιατί τα δάκρυα μου δε φτάνουνε να πλάσω τον πηλό μου!


Τι να το κάνω το σπίτι μου; 'Εξω σε τραγουδάνε!
'Εξω μιλούν για σένανε! Δε μου φτάνει η φωνή μου!
Θα τρέξω εκεί που σ' άκουσα να λες "Όχι" στο θάνατο.
Θα τρέξω εκεί που πήγαινες σφυρίζοντας αντίθετα
στ' αστροπελέκι, αντίθετα στη διαταγή
και στο γλυκό ψωμί της γης! Αντίθετα
στα γαλανά σου μάτια που ήταν για τον έρωτα!



        




TOP TIMELAPSE VIDEO FOR GREECE ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΒΙΝΤΕΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Το πανέμορφο βίντεο που έφτιαξε o Stian Rekdal παρουσιάζει τα μοναδικά φυσικά τοπία της χώρας μας. Υπάρχει άραγε καλύτερος τρόπος για να δείξουμε στον κόσμο το πόσο όμορφη είναι η χώρα μας; Απολαύστε σε υψηλή ποιότητα, το βίντεο που αφιέρωσε ο καλλιτέχνης στην Ελλάδα και τα τοπία της.

Ένα σχολείο γυάλινο, με ορθάνοιχτους τους πόρους του στην κοινωνία!


  Σκαλίζοντας τα αρχεία μου έπεσα στο ημερολόγιο ενός πιλοτικού προγράμματος, το οποίο είχαμε σχεδιάσει και υλοποιήσει στο σχολείο μας, το 2ο Δημ. Σχ. Αγ. Βαρβάρας, το 1999.  Η πειραματική εφαρμογή εντάσσονταν στις δραστηριότητες του Προγράμματος Τσιγγανοπαίδων του ΥΠΕΠΘ που υλοποιούνταν τότε από το Παν/μιο Ιωαννίνων και ειδικότερα στο σκέλος που αφορούσε στην αξιοποίηση του πολιτισμικού κεφαλαίου των τσιγγανόπαιδων σε εναλλακτικές χρήσεις των επίσημων σχολικών βιβλίων του αναλυτικού προγράμματος, με επιστημονικό υπεύθυνο τον κ. Γκότοβο. Στόχοι της δραστηριότητας ήταν αφενός η παρέμβαση στη μαθησιακή ετοιμότητα των μαθητών μας και αφετέρου στη σχεσιακή δυναμική τόσο μεταξύ των μαθητών όσο και της σχολικής με την ευρύτερη κοινότητα.
 Μία σύνοψη καθώς και τα αποτελέσματα αυτού του καινοτόμου προγράμματος παρουσιάστηκαν σε Συνέδριο που διοργάνωσε η ΓΓΛΕ για το Ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Εκπαίδευση των Τσιγγάνων (Αθήνα, 10-11 Δεκεμβρίου 1999) εκδ. ΓΓΛΕ, όπου η καινοτομία της συγκεκριμένης πρακτικής εκτιμήθηκε και από άλλες χώρες με Rom μαθητές.
  Τη βραδιά, λοιπόν, που είχαμε τελειώσει τις δραστηριότητες με τους μαθητές μας και είχαμε αρχίσει να διερευνούμε το ολοζώντανο υλικό που είχε παραχθεί, έγραψα το παρακάτω κείμενο σαν editorial για ό,τι είχαμε ζήσει. Κάθε φορά που προστρέχω σε αυτό το κείμενο εξακολουθώ να το βρίσκω "φρέσκο" και έρχομαι σήμερα να το μοιραστώ μαζί σας... Νομίζω ότι απαντά σε όλα τα "γιατί" & "διότι" της ύπαρξής μας στην Εκπαίδευση...




Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Tα παιδιά-ναρκομανείς του Αφγανιστάν / Ένα ντοκιμαντέρ του Channel 4

                          
                                                                                                                                                                   

Kορνήλιος Καστοριάδης: Κανείς δεν θα πάει ποτέ πιο μακριά από τον Αισχύλο

Είχα την τύχη, να βιώσω την ομιλία του μεγαλύτερου, φρονώ, σύγχρονου Έλληνα διανοητή, το 1986 στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου στο Ρέθυμνο. Θαυμάστε τη διαχρονικότητα του Λόγου του στη συνέντευξη που ακολουθεί...

25/9/2000, Ελευθεροτυπία
Ο όρος"πρωτοπορία" συνδέεται συνήθως με καλλιτεχνικά   ή πολιτικά κιν ήματα. Ομως γίνεται επίσης λόγος για "τεχνολογική πρωτοπορία", για "επιστημονική πρωτοπορία", για "επιστημονικήέρευνα αιχμής. Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σε όλα αυτά τα διαφορετικά πεδία; Tι σημαίνει "πρωτοπορία";
KΟPNHΛIΟΣ KAΣTΟPIA!HΣ: Θα κάνω πρώτα απ' όλα μια
ιστορική παρατήρηση σχετικά με τον όρο "πρωτοπορία". Δεν
πιστεύω ότι ο Σοφοκλής ο Σαίξπηρ, ο Mπαχ ήταν πρωτοπόροι στην εποχή τους Aυτό δεν σημαίνει ότι τα έργα του ςτύγχαναν καθολικής αποδοχής Yπήρχαν ασφαλώς διενέξεις διαφορές απόψεων, γούστου, αισθητικής Aλλά όμως τότε δεν υπήρχε η έννοια της"πρωτοπορίας. H έννοια αυτή η οποία προέρχεται από τη στρατιωτική ορολογία και περιγράφει μια ομάδα που προπορεύεται για να εξερευνήσει το χώρο και να κάνει τις  πρώτες επαφές με τον εχθρό είναι μια σχετικά πρόσφατη επινόηση. H έννοια της"πρωτοπορίας συνεπάγεται ότι η Ιστορία είναι και πρέπει να είναι"πορεία προς τα εμπρός και "πρόοδος. Στην καλύτερη περίπτωση,
η έννοια αυτή στηρίζεται σε τεράστιες φιλοσοφικές και ιστορικές προϋποθέσεις Στη χειρότερη περίπτωση, είναι απλώς παράλογη.  Διότι είναι παράλογο να λες πως"ότι είναι καινούργιο είναι
καλύτερο", "ότι είναι καινούργιο είναι ωραιότερο" κ.λπ. Kι όμως αυτή η αντίληψη κυριαρχεί στις μέρες  μας
*Πού και πότε δημιουργήθηκε η "πρωτοπορία";
Κ.Κ.: Οι πρώτες εκδηλώσειςαυτούτου φαινομένου εμφανίστηκαν πιθανότατα στη Γαλλία στο τέλος της Παλινόρθωσης (μέσα του 19ου αιώνα) και ασφαλώςστη διάρκεια της εξουσίας του Ναπολέοντα Γ (1852-1870). Ο Μπωντλέρ καταδικάστηκε για τα "Ανθη του κακού, διότι θεωρήθηκε ότι προσέβαλε τη δημόσια ηθική•ο Μανέ δημιούργησε σκάνδαλο με τον πίνακά του "Ολυμπία"•ο
Ρεμπώ.. κ.λπ. Ομως  το φαινόμενο αυτό σχεδόν ταυτόχρονα με τη Γαλλία,  επεκτάθηκε και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες Στη Γερμανία, ο Βάγκνερ ισχυρίστηκε ότι έγραφε τη "μουσική του μέλλοντος. Στη Pωσία, πριν από την Eπανάσταση, γύρω στα 1900, παρατηρήθηκε ένας καταπληκτικός οργασμός αντισυμβατικής δημιουργίας στη ζωγραφική, τη γλυπτική, την ποίηση. Aυτήτην περίοδο εμφανίστηκε επίσης ως τύπος και όχι ως ατομική περίπτωση, η λεγόμενη
"παρεξηγημένη ιδιοφυΐα" και ο "καταραμένος καλλιτέχνης. Ο Bαν Γκογκ πέθανε σε έσχατη ένδεια το 1890, ενώ ογδόντα χρόνια αργότερα, οι πίνακές του κατέρριψαν όλα τα ρεκόρ στα χρηματιστήρια της αγοράς των έργων ζωγραφικής. Mπορούμε να πούμε ότι οι μεγάλοι δημιουργοί ανάμεσα στο
1860 και το 1930 αποκόπηκαν από την κοινωνία και αντιπαρατέθηκαν σ' αυτήν. Tο έργο τους θεωρήθηκε ανατρεπτικό ή ακατανόητο. Kαι οι ίδιοι, στις περισσότερες περιπτώσεις θεωρήθηκαν εχθροί του κατεστημένου.

* Πώς εξηγείτε εσείς την περιθωριοποίηση και ρήξη των

δημιουργών, που τη χρονικήτηςαφετηρία την εντοπίσατε γύρω στο  1860;

K.K.: H καπιταλιστική αστικήτάξη τότε, δηλαδή μετάτ ην πλήρη επικράτησή της έχασε την ιστορική της δημιουργικότητα και η κουλτούρα της βούλιαξε στην επαναληπτικότητα. Οι αγαπημένοι καλλιτέχνες της ήταν μερικές από τις μετριότητες που τα πομπώδη έργα τους βλέπουμε σήμερα εκτεθειμένα στο Mus?e d' Οrsa y. H επίσημη κοινωνία, οι πλούσιοι, το κράτος (το οποίο έκανε
παραγγελίες), δεν δέχονταν παράμόνο μια τέχνη τελείως συμβατική
Eτσι, λοιπόν, ήταν περίπου υποχρεωτικό οι αυθεντικοί δημιουργοί να αποκοπούν από την κοινωνία, να γίνουν περιθωριακοί και να αναγνωρίζονται είτε στα τελευταία τους είτε συνήθως μετά θάνατον. Πρόκειται για πολιτιστικό διαχωρισμό των δημιουργών από την υπόλοιπη κοινωνία, που συνέβη, από όσο γνωρίζω, πρώτη φορά στην Ιστορία. Aυτό το φαινόμενο, όπως ανέφερα και προηγουμένως
εντοπίζεται χρονικά ανάμεσα στο 1860 και το 1930. Mετά το 1930, ιδίως μετά το 1945, και ακόμη περισσότερο στις μέρες μας το παραπάνω φαινόμενο επαναλαμβάνεται, αλλά με την κωμική του εκδοχή Σήμερα υπάρχει μια παράλογη κούρσα, ένας αγώνας ταχύτητας απλώς και μόνο για χάρη του νεωτερισμού. H κούρσα αυτή πραγματοποιείται τώρα υπό τα χειροκροτήματα και με τα χρήματα του δήθεν ενημερωμένου κοινού το οποίο οικειοποιήθηκε την ακόλουθη βλακώδη άποψη: "Το νέο για το νέο", "είναι καλό γιατί είναι καινούργιο", "κάτι που έρχεται μετά από κάτι άλλο είναι οπωσδήποτε καλύτερο από κάτι προηγήθηκε", "ένα καινούργιο έργο είναι καλύτερο από ένα προγενέστερο, μόνο και μόνο επειδήείναι καινούργιο". Δεδομένης αυτής τη ςκατάστασης οι καλλιτεχνικές"επαναστάσεις και "εξεγέρσεις, οι οποίες σημειωτέον αποφέρουν μεγάλα και γρήγορα κέρδη, διαδέχονται η μια την άλλη με επιταχυνόμενο ρυθμό.  Tελικά η παράλογη κούρσα με μοναδικό στόχο "το νέο για το νέο" εξαντλείται και καταλήγει ξεκινώντας από την αρχιτεκτονική στον περιβόητο μεταμοντερνισμό.
Ο μεταμοντερνισμός είναι βαρύγδουπος και κενός επειδή δεν έχει τίποτε να πει, επαναλαμβάνει και ξανασυνθέτει τα ήδη ειπωθέντα. "Eπιτέλους με τον μεταμοντερνισμό απελευθερωθήκαμε απότην τυραννία του στιλ", είπε με καμάρι ένας εκπρόσωπός του στις HΠA. Πρόκειται για στείρα ομολογία η επανάληψη όσων έχουν ήδη ειπωθεί μετατρέπεται σε πρόγραμμα, αλλά επίσης πρόκειται και για ομολογία μιας βαθιάς αλήθειας Ο μοντερνισμόςήταν μεγάλος και ανοικτός(δείτε, π.χ., τις ιαπωνικές αφρικανικές ινδιάνικες"επιρροές στη ζωγραφική των ιμπρεσιονιστών, του Πικάσσο κ.λπ.). Ο
μεταμοντερνισμός είναι επίπεδος και ασπόνδυλος H κύρια αξία του συνίσταται στο ότι έδειξε, διά της αντιθέσεως πόσο εξαίσια ήταν η μοντέρνα εποχή. Συνοπτικά  Η παρουσία μιας"πρωτοπορίας, τόσο στην τέχνη όσο και στη λογοτεχνία, υπήρξε ένα φαινόμενο συνδεδεμένο με τους ιδιαίτερους και μεταβατικούς χαρακτήρες μιας ορισμένης ιστορικής εποχής

* H καλλιτεχνική"πρωτοπορία" κατέληξε σε αδιέξοδο. Mήπωςόμωςστο επιστημονικόπεδίο εκεί δηλαδή όπου ο αγώναςταχύτηταςπροςτην καινοτομία συμβαδίζει με την πρόοδο των
γνώσεων συμβαίνει το αντίθετο;

K.K.: Aπό τότε που άρχισε η επιστημονική εξέλιξη πρώτα με τους αρχαίους Eλληνες κατόπιν με την Aναγέννηση σκεφτόμαστε και δικαίως πως ότι έχουμε δει έως τώρα δεν είναι παρά μόνο προσωρινά σωστό Στην επιστήμη υπάρχει πάντα το περιθώριο να πάει κανείς πιο μακριά.  Ομως η ιδέα να πάει κανείς πιο μακριά στον τομέα της τέχνης πραγματικά στερείται νοήματος.  Kανείς δεν θα
πάει ποτέ πιο μακριά από τον Aισχύλο, από τον Mπετόβεν, από τον Pεμπώ.  Kανείς δεν θα πάει πιο μακριά από τον "Πύργο" του Kάφκα. Mπορούμε να πάμε αλλού.  Mπορούμε να πάμε αλλιώς.  Δεν  μπορούμε όμως να πάμε πιο μακριά Yπ' αυτήτην έννοια υπάρχει εξέλιξη στην επιστήμη, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για εξέλιξη στη λογοτεχνία και στην τέχνη.
5στόσο πρέπει να προσέξουμε. H επιστημονική εξέλιξη δεν είναι απλώς συσσώρευση γνώσεων, που οι μεν προστίθενται στις δε. H εξέλιξη αυτή δημιουργήθηκε από επαναστάσεις πολύ σημαντικές.
H σχέση ανάμεσα στο νέο (το οποίο ανακαλύπτουμε) και στο παλιό (το οποίο έχουμε ήδη αποδεχτεί)είναι κάτι παραπάνω από παράξενη. Tο πέρασμα απότη φυσική του Nεύτωνα στη φυσική του
Aϊνστάιν θέτει, από την άποψη της φιλοσοφικής του σημασίας τεράστια ερωτήματα.

* Mπορούμε να πούμε ότι η φυσικήτου Nεύτωνα εμπεριέχεται στη φυσική του Aϊνστάιν;

K.K.: Οχι. Tα σοβαρά θέματα ανακύπτουν από το γεγονός ακριβώςότι η πρώτη δεν εμπεριέχεται στη δεύτερη. Ο μέσος επιστήμονας πιστεύει ότι ο Nεύτων δίνει μια πρώτη προσέγγιση και ο  Aϊνστάιν μια δεύτερη καλύτερη. Aλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Yπάρχει ένα πρόβλημα θεωρητικής συμβατότητας ανάμεσα στη φυσικήτου Nεύτωνα και στη φυσική του Aϊνστάιν. Kατά μια έννοια, ο
Nεύτων είναι απόλυτα λανθασμένος Kατάμια άλλη έννοια, δεν είναι λανθασμένος αλλάη θεωρία του καλύπτει σε μια πρώτη προσέγγιση το 99% των περιπτώσεων. Yπάρχουν, λοιπόν, πραγματικές επιστημονικές επαναστάσεις Σε ορισμένες στιγμές αναδύονται νέα, μεγάλα, φαντασιακά σχήματα, τα οποία συλλαμβάνουν καλύτερα την πραγματικότητα, από ότι τα προηγούμενα. Aυτό ακριβώς συνέβη με τη θεωρία τηςσχετικότητας του Aϊνστάιν, αυτό συνέβη επίσης με τη θεωρία των κβάντα. Ομως πώς υποδεχόμαστε την επιστημονική καινοτομία; H θεωρία του Nεύτωνα δεν έγινε αμέσως αποδεκτή Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι καρτεσιανοί ήταν αντίθετοι σ' αυτή επί δεκαετίες.
H θεωρία του Aϊνστάιν, και πιο συγκεκριμένα η θεωρία της μερικής σχετικότητας έγινε δεκτή χωρίς μεγάλες αντιδράσεις. Mπορούμε μάλιστα να πούμε ότι χαρακτηριζόταν από το ασικό πνεύμα•πάντωςο Aϊνστάιν το Nόμπελ δεν το πήρε γι' αυτή τη θεωρία. Ομωςη άλλη θεωρία του Aϊνστάιν, η θεωρία της γενικής σχετικότητας η οποία καταστρέφει τελείως το κλασικό πλαίσιο, επί μεγάλο διάστημα αποτελούσε για τους φυσικούς μια θεωρητική

παραδοξολογία χωρίς πραγματικά μεγάλο βεληνεκές Aκόμη και σήμερα έχουμε την εντύπωση ότι οι επιστήμονες δεν έχουν συνειδητοποιήσει τις βαθιές φιλοσοφικές της συνέπειες καθώς επίσης και τα προβλήματα που θέτει. H θεωρία των κβάντα, τέλος κατέστρεψε κάτι θεμελιώδες στην
κλασική φυσική,  δηλαδή κατέστρεψε κάτι που τόσο οι επιστήμονες όσο και ο κοινός νους δέχονταν ως αυτονόητο: Την ιδέα του ντετερμινισμού την έννοια της αιτιότητας Kαι αυτός είναι ο λόγος που τόσο ο ίδιος ο Aϊνστάιν, όσο και άλλοι φυσικοί όπωςο Louis de Broglie Erwin Scrodinger, δεν αποδέχτηκαν ποτέ τη θεωρία των κβάντα. Σήμερα όμωςη θεωρία των κβάντα είναι σχεδόν καθολικά αποδεκτή Σήμερα είναι πλέον συνηθισμένο να πραγματοποιούνται σημαντικές καινοτομίες.
Παρά τις τεράστιες θεωρητικές δυσκολίες της σύγχρονης φυσικής η κατάσταση είναι χαοτική οι επιστήμονες προτάσσουν τις πιο "τρελές θεωρίες και τις θέτουν σε συζήτηση. Σήμερα έχουμε πια
καταλάβει ότι η πραγματικότητα είναι λιγότερο "λογική με την έννοια της δικής μας οικείας λογικής δηλαδή του "δύο και δύο κάνουν τέσσερα", κάτι που δεν σκεφτόμασταν πριν. Mάλιστα, ένας διάσημος φυσικός αναφερόμενος σε μια νέα θεωρία είπε: "Δεν είναι αρκετά τρελή για να είναι αληθινή.

* Mήπως η ανοχή προς τις επιστημονικές καινοτομίες συνδέεται με μια στάση στενά πραγματιστική Mήπως οι επιστήμονες χρησιμοποιούν τη θεωρία των κβάντα χωρίς πραγματικά να ερευνούν
και να μαθαίνουν τι αυτή σημαίνει;

K.K.: Σε γενικές γραμμές αυτό που λέτε είναι απολύτως ακριβές Οι επιστήμονες δεν προσπαθούν πια να δώσουν νόημα σ' αυτά που λένε. Δεν τους ενδιαφέρει ούτε να τα εναρμονίσουν με τον
καθημερινό κόσμο ούτε με τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα, που βρίσκονται στις απαρχές της επιστήμης Οι επιστήμονες δεν ενδιαφέρονται πια να έχουν συνοχή ούτε καν οι ίδιες οι έννοιες που
αυτοί χρησιμοποιούν. H αδιαφορία προς τις έννοιες και τη σημασία τους αδιαφορία κατά τη γνώμη μου πολύ σοβαρή χαρακτηρίζει τη σύγχρονη φυσική όπως επίσης χαρακτηρίζει συνολικά την εποχή μας Kαι τούτο ίσως να έχει στο μέλλον σοβαρές επιπτώσεις
Mπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε για "επιστημονική πρωτοπορία"; Πιστεύω ότι δεν έχει νόημα. Ορισμένοι επιστήμονες κάνουν μια εργασία πιο πρωτότυπη από τουςάλλους Tούτο όμως δεν σημαίνει ότι είναι "πρωτοπόροι". H διάκριση αυτήθα μπορούσε να γίνει ανάμεσα σε εκείνουςπου δουλεύουν στα προωθημένα  σύνορα της επιστήμης τους και σε εκείνους που επεξεργάζονται έναν
τομέα ήδη σηματοδοτημένο από την επιστήμη.

Πολιτική και "πρωτοπορίες

Ποια είναι η κατάσταση στις"πολιτικέςπρωτοπορίες, όπως π.χ., για δεκαετίες έχει θεωρηθεί το κομμουνιστικό κίνημα;

K.K.: Kατ' αρχάς έχουμε τη λενινιστική ιδεολογία του Κόμματος ως"πρωτοπορίας της εργατικής τάξης Σ' αυτή εμπεριέχεται η εξής περιβόητη και πρωτόγονη αντίληψη: Υπάρχει μόνο μία πολιτική αλήθεια, μόνο μία θεωρία για τη μελλοντική κοινωνία, μόνο μία σύλληψη για το πώςθα φτάσουμε εκεί Kάτοχος όλων τούτων είναι

μόνο μία ιδιαίτερη κατηγορία, δηλαδήτο Κόμμα και η ηγεσία του (δυνάμει της σχέσης τους με την "επαναστατική λενινιστική ιδεολογία). Tο Κόμμα και η ηγεσία του έχουν καθήκον να οδηγήσουν
την εργατική τάξη•να την οδηγήσουν στη Γη της Eπαγγελίας Ο Λένιν έλεγε ότι το Κόμμα έπρεπε να είναι πάντα μπροστά από τις μάζες αλλά μόνο ένα βήμα πιο μπροστά. Πρέπει να καταλάβουμε καλά τι σημαίνει αυτή η ρήση του Λένιν. Eάν το Κόμμα βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τις μάζες τότε, δεν θα ήταν "πρωτοπορία". Eάν βρισκόταν τρία χιλιόμετρα μπροστά από τις μάζες τότε, θα ήταν
εντελώς απομονωμένο και θα έσπαζε τα μούτρα του. Tο Κόμμα πρέπει να μην απομονώνεται από τις μάζες ώστε να μπορεί να παρουσιάζει το πρόγραμμά του ως άμεσα πραγματοποιήσιμο. Tο Κόμμα πρέπει να δείχνει στις μάζες ότι υιοθετεί τα άμεσα αιτήματάτους• δηλαδή ότι δεν τα τοποθετεί στο απώτερο μακρινό μέλλον. Eτσι, επειδή το Κόμμα υιοθετεί ακριβώς τα άμεσα αιτήματα Ο όρος"πρωTελικά ένα άτομο ή μια ομάδα μπορούν να αποτελούν "πρωτοπορία
* Eάν αρνηθούμε ότι ένα κόμμα ή μια μικρή ομάδα είναι οι κάτοχοι της αλήθειας τότε, πώς μπορούμε να σκεφτούμε τον πολιτικό ρόλο της"πρωτοπορίας;

K.K.: Οσον με αφορά έχω αρνηθεί την έννοια της"πρωτοπορίας εδώ και πολύ καιρό Ομως είμαι βαθιά πεπεισμένος τώρα μάλιστα περισσότερο από ποτέ ότι η σημερινή κοινωνία δεν θα
βγει από την κρίση της εάν δεν επιχειρήσει μια ριζική μεταμόρφωση του ίδιου του εαυτού της•από αυτή την άποψη παραμένω πάντα επαναστάτης Πιστεύω ότι αυτή η μεταμόρφωση δεν μπορεί παρά μόνο να είναι έργο μιας τεράστιας πλειοψηφίας ανδρών και γυναικών που ζουν σ' αυτή την κοινωνία (κι όχι φυσικά κάποιας μικρής ομάδας που δήθεν κατέχει την αλήθεια). Προβάλλει το εξήςερώτημα: Πώς  εννοούμε τη σχέση ανάμεσα  στον κόσμο (το λαό τον πληθυσμό και σε εκείνουςπου σκέφτονται λίγο παραπάνω και ιδίως συστηματικά (ή έτσι νομίζουν) τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα και θέλουν, μάλιστα, να δράσουν; H σχέση αυτή περνά αναπόφευκτα, φάσεις εντελώς αντιτιθέμενες μεταξύ τους Για παράδειγμα, στην παρούσα φάση ο κόσμος (ο λαός ο πληθυσμός βρίσκεται σε πλήρη πολιτική απάθεια και ιδιώτευση (αυτήπου δοξάζεται υπό τον τίτλο "ατομικισμός). Στην παρούσα περίοδο η κοινωνία σπανίως διαταράσσεται έστω και από μικρές επιφανειακές ρωγμές (μια τέτοια περίπτωση ήταν οι φοιτητικές κινητοποιήσεις του Nοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1986). Kαθένας βαυκαλίζεται με τα δικά του, ασχολείται με τις υποθέσεις του, γράφει
τα ποιήματάτου, αγοράζει τα βίντεό του, φεύγει για τις διακοπέςτου κ.λπ. Ποιος είναι σήμερα ο ρόλος εκείνων που τουςαπασχολεί η πολιτική και έχουν κάποιο πολιτικό πάθος (δηλαδή πάθοςγια τα
κοινά; Tι πρέπει να κάνουν; Πρέπει να πουν μεγαλόφωνα στον κόσμο, αν και λίγο θα ακουστούν, ότι ακριβώς σκέφτονται. Πρέπει να κάνουν κριτική σ' αυτό που υπάρχει γύρω μας Πρέπει να
ξαναθυμήσουν στους ανθρώπους ότι υπήρξαν κάποιες φάσεις στην ιστορία τους που αυτοί οι ίδιοι έδρασαν με τρόπο ιστορικά δημιουργικό δηλαδή ως θεσμίζοντα στοιχεία. Aς υποθέσουμε ότι, ενώ πιστεύουμε ότι δεν πρόκειται να γίνει
τίποτε, ξαφνικά κάτι συμβαίνει και ένα τμήμα της κοινωνίας αρχίζει να προβάλλει αιτήματα, διεκδικήσεις μορφές οργάνωσης και συλλογικής δράσης Aυτό ακριβώς συνέβη το Mάη του '68. Eναν μήνα πριν το Mάη, ο Πιέρ Bιανσόν-Ποντέ αυτόςο λαμπρός πολιτικός αναλυτής έγραφε στην εφημερίδα "Le Monde" το περίφημο άρθρο του "H Γαλλία πλήττει". Πράγματι, η Γαλλία έπληττε, αλλά κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η συνέπεια αυτής της πλήξης θα κατέληγε σε μια απόπειρα επανάστασης Tο κίνημα του Mάη του '68 είναι ένα καλό παράδειγμα για το πώςγίνεται πράξη η αληθινή ιστορική δημιουργία. Πρέπει να το κατανοήσουμε: Είναι πιο σημαντικό ότι
έχουμε εμείς να μάθουμε από το κίνημα (τη στιγμή που πραγματοποιείται) παρά ότι θα μπορούσαμε να του διδάξουμε (εάν υποθέσουμε ότι θα είχαμε να του διδάξουμε κάτι). Συνεπώς όσοι στο
παρελθόν προσπάθησαν να μιλήσουν ή να δράσουν μέσα από πολύ μικρές ομάδες τις λεγόμενες" πρωτοπορίες ήταν μόνο ένα από τα στοιχεία που συγκροτούσαν αυτά τα κιΟόρος"πρωTελικά ένα άτομο ή μια ομάδα μπορούν να αποτελούν "πρωτ Tελικά ένα άτομο ή μια ομάδα μπορούν να αποτελούν "πρωτοπορία"; Οχι. Ομως μπορούν να αποτελέσουν τη μαγιά μέσα στην κοινωνία, σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Οταν η κοινωνία ξαναγίνεται θεσμίζουσα, αυτά τα άτομα και οι ομάδες"ευθυγραμμίζονται" με τον υπόλοιπο κόσμο ή στην καλύτερη περίπτωση, γίνονται ο εκπρόσωπος του συλλογικού κινήματος Tέτοιος ήταν ο ρόλοςπου έπαιξε ο Nτανιέλ Kον-Mπεντίτ ο
ευτυχής ρόλος του εκπροσώπου ενός πραγματικού συλλογικού κινήματος στη διάρκεια των πρώτων είκοσι ημερών του Mάη του '68.Yπάρχουν φυσικά κι άλλα ιστορικά παραδείγματα προσώπων που
βρέθηκαν, επί μακρότερο μάλιστα διάστημα, σε μια τέτοια θέση.

* Aρα δεν αποδοκιμάζετε την ιδέα του ηγέτη.

K.K.: Tαιριάζει στην αριστερίστικη παράδοση, και στην Aριστερά να καταδικάζουν την ιδέα του ηγέτη αλλά μόνον στα λόγια και μάλιστα να την παρουσιάζουν ωςιδέα της Δεξιάς Tι υποκρισία...
H δικήμου άποψη είναι η εξής Ορισμένα άτομα διαθέτουν κάποιες φορές κάποτε μάλιστα σε μακρά διάρκεια, την ικανότητα να εκφράζουν πολύ καλύτερα από τους άλλους αυτό που όλοι
αισθάνονται•ορισμένα άτομα έχουν την ικανότητα να επινοούν πράγματα, στα οποία οι άλλοι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους Aυτά τα άτομα θεωρώ ότι είναι ηγέτες

* Πώςκρίνετε το ρόλο των ηγετών στη σημερινή κοινωνία;

K.K.: Οσο θα παραμένουμε στην απάθεια, την ιδιώτευση, τον ψευδο-ατομικισμό δεν υπάρχει περίπτωση να αναδυθεί ένα κίνημα που θα είναι δημιουργός συλλογικότητας  Kαι, πολύ περισσότερο, δεν μπαίνει θέμα ατόμων που ο ρόλος τους θα ήταν να θέτουν τα ερωτήματα που δεν θέτουν οι άλλοι. Eίναι κοινοτοπία, αλλάδείχνει, όπωςοι περισσότερες κοινοτοπίες μια βαθιά αλήθεια: Οι κοινωνίες έχουν  τους ηγέτες που τους αξίζουν.


 

Όλα είναι δρόμος (1998) του Παντελή Βούλγαρη

   

πηγή: 24grammata / ταινιοθήκη / τέχνη
Σπονδυλωτή ταινία για τρεις ανθρώπους που πορεύονται προς μια οριακή στιγμή στη ζωή τους.
Xαρώνειο νόμισμα :
ένας αρχαιολόγος, που ο γιος του αυτοκτόνησε στο στρατό, ανακαλύπτει σε μια ανασκαφή έναν τάφο με το λείψανο ενός αξιωματικού των ελληνιστικών χρόνων.
H τελευταία νανόχηνα:
μια ομάδα ορνιθολόγων πηγαίνει στο Δέλτα του Έβρου για να βρει, με τη βοήθεια ενός ηλικιωμένου θηροφύλακα, την τελευταία νανόχηνα που κατοικεί στο βιότοπο. Η σύγκρουση του θηροφύλακα (Θανάσης Βέγγος) με τον ασυνείδητο κυνηγό θα είναι δραματική. Είναι ίσως η πιο συμβολική και συνάμα ρεαλιστική απεικόνιση μιας βαθιάς σύγκρουσης ανάμεσα σε δυο τύπους ανθρώπων, ανάμεσα σε δυο τύπους ηθικής, με φόντο ένα περιβάλλον υποβλητικό και ταυτόχρονα θανάσιμο. Στο επεισόδιο αυτό ο Βούλγαρης θέτει επίσης το θεμελιώδες ερώτημα πάνω στην αξία της ζωής: της ζωής του ανθρώπου και της ζωής του ζώου, τελευταίου μάρτυρα του είδους του.
Bιετνάμ:
ένας μεσήλικας εργοστασιάρχης, σκασμένος γιατί η γυναίκα του πήρε τα παιδιά τους και τον άφησε, ισοπεδώνει κυριολεκτικά ένα αγροτικό σκυλάδικο. Πρόκειται για μια απ τις καλύτερες ταινίες του Βούλγαρη (μαζί με τις Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου και τα Πέτρινα Χρόνια) όπου ο σκηνοθέτης βρίσκεται σ’ ένα γνώριμο έδαφος και διαμορφώνει χαρακτήρες με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια, ενώ παράλληλα και με διορατικότητα δημιουργεί εικόνες που εκπέμπουν έναν αβίαστο λυρισμό.
Βραβεία: ανδρικής ερμηνείας (Γιώργος Aρμένης) και μακιγιάζ στα Kρατικά Bραβεία Ποιότητας του YΠΠO.

Τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη

πηγή:24grammata.com/ free ebook



Περιγραφή: Ο Μακρυγιάννης αν και δεν είχε μάθει ποτέ γράμματα, άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του από το 1829, τα οποία φτάνουν χρονολογικά έως το 1850. Τα ολοκλήρωσε μετά την αποφυλάκισή του.

Συγγραφέας: Ιωάννης Μακρυγιάννης
Γλώσσα: Ελληνικά
Σελίδες: 196
Μέγεθος Αρχείου: 1.83 Mb
[Κατέβασέ το]
Λίγα Λόγια για τον συγγραφέα
Γιάννης Μακρυγιάννης (1797 – 1864)
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης του Δημητρίου και της Βασιλικής γεννήθηκε στο Αβορίτι Δωρίδας τον Ιανουάριο του 1797. Το πραγματικό όνομα του ήταν Ιωάννης Τριανταφύλλου (ή Τριανταφυλλοδημήτρης – το Μακρυγιάννης είναι παρωνύμιο που οφειλόταν στο ψηλό ανάστημά του). Το 1804 σε ηλικία 7 ετών αναγκάστηκε να καταφύγει με την οικογένειά του στη Λιβαδειά, ύστερα από το φόνο του πατέρα του από τουρκαλβανούς του Αλή Πασά. Από τότε αναγκάστηκε να δουλέψει για να επιβιώσει και πέρασε επώδυνα και στερημένα παιδικά χρόνια. Αρχικά εργάστηκε ως ψυχογιός ως το 1811. Το 1811 εγκαταστάθηκε στην Άρτα, όπου δούλεψε αρχικά ως επιστάτης στο υποστατικό του συμπατριώτη του Θανάση Λιδωρίκη και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το εμπόριο και απέκτησε αξιόλογη περιουσία, την οποία πρόσφερε αργότερα στον Αγώνα.
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1821 οργάνωσε στρατιωτική ομάδα 18 ανδρών από την Άρτα και εντάχθηκε στο σώμα του Γώγου Μπακόλα. Συμμετείχε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις δείχνοντας ιδιαίτερη ανδρεία και μεγάλες στρατιωτικές ικανότητες και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση. Πολέμησε σε πολλές μάχες, τραυματίστηκε πολλές φορές, συχνά βαριά. Οι πληγές του οδήγησαν το κορμί του σε σταδιακή σήψη, η οποία τον συνόδευε για την υπόλοιπη ζωή του. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την άφιξη του Καποδίστρια το 1828 διορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δύναμης της Πελοποννήσου, θέση την οποία έκρινε ως υποτιμητική σε σχέση με τη συνολική προσφορά του και η οποία τον οδήγησε σε πικρία.
Την περίοδο εκείνη ο Μακρυγιάννης έμαθε να γράφει, και άρχισε στις 26 Φεβρουαρίου 1829 να γράφει τα Απομνημονεύματά του, τα οποία θεωρήθηκαν από τους ιστορικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως πρότυπο γλωσσικού ύφους και αφηγηματικής τεχνικής και τον τοποθέτησαν στο χώρο του έντεχνου λόγου. Το 1831 μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, τον οποίο θεωρούσε υπαίτιο για την άδικη στάση του κράτους έναντι των αγωνιστών του ’21, αποδέχθηκε με ενθουσιασμό την εκλογή του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας. Απογοήτευση δοκίμασε και από τη στάση του Όθωνα και από τον τρόπο διακυβέρνησης της Αντιβασιλείας. Τότε αποσύρθηκε στο σπίτι του (στη σημερινή περιοχή της Αθήνας που φέρει το όνομά του) μαζί με τη γυναίκα του Αικατερίνη Σκουζέ, με την οποία απέκτησε δώδεκα παιδιά, 10 αγόρια και δύο κορίτσια. Επανήλθε στον πολιτικό χώρο λίγο αργότερα και ως το 1834 εκλέχτηκε κατ’ επανάληψη δημοτικός σύμβουλος της Αθήνας, η οποία ήδη είχε γίνει πρωτεύουσα του κράτους.
Οι ενέργειές του για παραχώρηση Συντάγματος οδήγησαν σε κατ’ οίκον περιορισμό του, συνέχισε ωστόσο να αγωνίζεται και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Το 1851 συνελήφθη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και ύστερα από δίκη καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του τελικά δεν εκτελέστηκε και ο ίδιος αποφυλακίστηκε το 1854 με ενέργειες του Δ. Καλλέργη. Από τότε αποσύρθηκε στο σπίτι του και μόνο μετά την έξωση του Όθωνα ξαναπήρε τιμητικά τον τίτλο του υποστράτηγου και το 1864 του αρχιστράτηγου. Την ίδια χρονιά εκλέχτηκε πληρεξούσιος Αττικής με απόφαση της Εθνικής Συνέλευσης. Η υγεία του όμως ήταν κλονισμένη από τις κακουχίες, τους τραυματισμούς κατά την Επανάσταση και τις σκληρές συνθήκες της φυλακής. Έτσι εγκατέλειψε την ενεργό δράση και αποσύρθηκε στο σπίτι του. Πέθανε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1864. Στο λογοτεχνικό του έργο ανήκουν επίσης τα Οράματα και θάματα, γραμμένα κατά τη διετία 1851 – 1852. www.e-alexandria.gr
24grammata.com/ free ebook

Τι έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες;

Πηγή
M. Μότσιας ~ Τι έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες
http://krasodad.blogspot.com

Στα γεύματα και στα δείπνα τα τραπέζια ήταν γεμάτα με ψωμί, με κρέατα και χορταρικά, κι ακόμη με ελιές, πίτες, γλυκίσματα και φρούτα. Φυσικά και με άφθονο κρασί. Από τα όσπρια, γνωστά στους αρχαίους ήταν τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβίθια (που τα προτιμούσανε ψημένα), τα μπιζέλια και τα κουκιά, που τα ‘τρωγαν, συνήθως, σε πουρέ (έτνος). Για το έτνος, δηλαδή τη σημερινή φάβα, ξετρελαινόταν ο Ηρακλής, και ο Αριστοφάνης δεν χάνει την ευκαιρία να τον σατιρίσει:
Ήρθες, αγαπητέ Ηρακλή; Πέρασε μέσα.
Η Περσεφόνη μόλις έμαθε ότι έφτασες,
αμέσως βάλθηκε να ζυμώνει καρβέλια,
έβαλε δυο τρεις χύτρες στη φωτιά
με όσπρια τριμμένα και φάβα, και στη θράκα
ένα ολάκερο βόδι • ψήνει ακόμη
γλυκά και πίτες. Μα πέρασε μέσα.
(«Βάτραχοι» 503-507)
Μια γενική όμως ιδέα για τις γνωστές στους αρχαίους τροφές παίρνουμε απ’ τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου (Δ , 7):
Γιατί, τι λείπει απ’το σπίτι μας, ποία καλά, δεν είναι γεμάτο οσμές συριακής σμύρνας κι από ευχάριστο καπνό λιβανιού, δεν σε ευφραίνει να βλέπεις μάζες ψωμιού από λεπτό αλεύρι, τρυφερά χταπόδια, λουκάνικα, ώς και πάχος, φούσκες, βραστά σέσκλα και φύλλα, φάβα και σκόρδα, μαρίδες, σκουμπριά, ενθρυμματίδες, φάρο καιχόνδρο, κουκιά, λαθούρια, αρακά, ρόβη, μέλι, τυρί, γεμιστά άντερα ως και σιτάρια, καρύδια, πληγούρι, ψητές καραβίδες, ψητά καλαμάρια, βραστό κέφαλο, σουπιές βραστές, βραστή σμέρνα, κωβιούς βραστούς, ψητές παλαμίδες, ψητές φυκίδες, βατράχους, πέρκες, συνόδια, γάδους, ρίνες, ψησσιά, γαλέον, κούκον, φίσσες και νάρκες, κομμάτια σελάχι, κηρήθρες, σταφύλια, σύκα, γλυκίσματα, μήλα, ακράνεια, ρόδια, ρίγανη, μήκωνα, αχλάδια, κνήκον, ελιές, τσίπουρα, γαλατόπιτες, πράσα, αμπελόπρασα, κρεμμύδια, φνστή, βολβούς, γουλιά, σίλφιον, ξύδι, μάραθο, αυγά, φακή και τα τζιτζίκια, χυμούς, κάρδαμο, σουσάμι, κουαλούς, αλάτι, πίννες, πεταλίδες, μύδια, στρείδια και χτένια, μεγάλους τόνους. Και κοντά σ’ αυτά αμέτρητο πλήθος από πουλιά, πάπιες, φάσσες, χήνες και σπουργίτια, τσίχλες, κορυδαλούς, κίσσες και κύκνους και ελεκάνους, σουσουράδα, μια γερανό. Για ‘σένα θα είν’ εκεί κρασιά λευκά, γλυκό εγχώριο, ευχάριστο, ο καπνίας.
Ένα σπίτι όμως με τόσα αγαθά θα ξεπερνούσε και τα σημερινά σούπερ μάρκετ.
Από τα απαραίτητα, στο τραπέζι, ήταν και το λάδι. Κάτι που, όπως σημειώσαμε, ήταν απαραίτητο και στις παλαίστρες, για ν’ αλείφουν οι αθλητές τα κορμιά τους. Ο Παυσανίας, ο μεγάλος περιηγητής της αρχαιότητας, επαινεί, στα «Φωκικά», το λάδι της Τιθορέας:
Το λάδι που βγάζει η χώρα των Τιθορέων είναι λιγότερο σε ποιότητα, απ’ εκείνο που βγάζει η περιοχή της Αττικής και της Σικυώνας. Στη χροιά του όμως και στη γεύση, είναι ανώτερο από το λάδι της Ιβηρίας και της νήσου της Ιστρίας.
Φημισμένα ήταν τα λάδια της Σάμου και της Ικαρίας. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να βγάζουν λάδι από άγουρες ελιές, που το προτιμούσανε στις σαλάτες τους. Επίσης από τα αμύγδαλα και τα καρύδια έβγαζαν ένα είδος λαδιού, καλό για τα γλυκίσματα τους. Από τα απαραίτητα επίσης στο καθημερινό τραπέζι ήταν το γάλα και το τυρί, που όμως ήταν στις πόλεις από τα σπάνια αγαθά. Μάλιστα οι διαιτολόγοι συνιστούσαν, για τους αθλητές, το μαλακό τυρί. Πολλές φορές, για να πήξει καλά το τυρί, έβαζαν μέσα στο γάλα, που ‘βραζε, ένα κωναροειδές φυτό, κνήκον ή οκνήκος. Φυσικά, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια ήταν στο καθημερινό μενού. Ορισμένοι όμως έβρισκαν αυτό το είδος της διατροφής χωριάτικο (όπως και σήμερα). Από τα εκλεκτότερα εδέσματα ήταν οι κοχλιοί, τα σαλιγκάρια, που τα ‘τρωγαν οι Κρητικοί από την εποχή του Μίνωα.
Τα μικρά πουλιά, σπίνους, τσίχλες, ακόμη και τους λαγούς, αφού τα ψήνανε, τα διατηρούσανε μέσα σ’ ευωδιαστό λάδι. Μάλιστα, τα παραγεμίζανε με διάφορα καρυκεύματα, κάτι που συνηθίζεται και σήμερα στα χωριά της Μάνης. Για τη φτωχολογιά οι σούπες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό φαγητό. Έτρωγαν βέβαια και ψαρόσουπες, που η πλούσια όμως τάξη τις απέφευγε! Ένας ζωμός που ευχαριστούσε ιδιαίτερα τον Ηρακλή (οι αρχαίοι είχαν να λένε για τη λαιμαργία του) ήταν από μπιζέλια. Στα χορταρικά έριχναν μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, δριμύ ξύδι, διάφορα καρυκεύματα, ακόμη και μέλι.
Ας ακούσουμε όμως μερικά «διαφημιστικά εδέσματα» του Αριστοφάνη:
ΛΑΜΑΧΟΣ: Φέρε μου παστό μες σ’ ένα φύλλο.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Πιάσε μου φύλλα• εκεί ψήνω τα ψάρια.
(«Αχαρνής», 1198-1199)
Γυναίκα, βράσε μπόλικα φασόλια, ρίξε και στάρι,
φέρε μας λίγα σύκα (…)
Ας φέρει κάποιος απ’ το σπιτικό μου
την τσίχλα και δυο σπίνους• είχε κι ανθόγαλο
και τέσσερα κομμάτια λαγού.
(«Ειρήνη», 1144-1145, 1149-1150)
Κι αλλού στο ίδιο έργο:
Η κότα ψήθηκε
το παστέλι του σουσαμιού ζυμώθηκε
Τις τσαπέλες με τα σύκα
και τις θρούμπες τις ελιές.
Τα κρέατα ήταν πανάκριβα, παρά τις πολλές θυσίες που γίνονταν για τους θεούς. Φθηνότερο, συγκριτικά, ήταν το χοιρινό, που για τους φτωχούς όμως ήταν κι αυτόαπλησίαστο. Στην ύπαιθρο βέβαια έτρωγαν συχνότερα κρέας, αφού μπορούσαν να θρέψουν στις αυλές τους και τους κήπους πουλερικά, γουρουνόπουλα, κατσίκια κι αρνιά. Απέφευγαν να τρώνε χοιρινά μυαλά, γιατί τους το απαγόρευαν οι φιλόσοφοι (Αθήναιος, Β 72), σχυριζόμενοι ότι «όποιοι τρώνε απ’ αυτά είναι σαν να τρώγουν κουκιά στις κεφαλές όχι μόνο των γονέων αλλά και των άλλων απαγορευμένων πραγμάτων».
Οι Αθηναίοι, πλούσιοι και φτωχοί, είχαν μεγάλη αδυναμία στα θαλασσινά και στα όστρακα. Μεγάλη ζήτηση είχαν στην αθηναϊκή αγορά παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο και φυσικά κάθε τι που ‘φτανε από την κοντινή λίμνη της Κωπαΐδας. Μια σκηνή στους «Αχαρνής», όπου ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τον Δικαιόπολι ν’ αγοράζει ψάρια από Βοιωτό ψαρά, είναι αρκετά εύγλωττη:
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛ1Σ: Μμ! αν φέρνεις τέτοια νοστιμάδα,
την πιο γλυκιά που υπάρχει, δός μου
τα χέλια να καλωσορίσω αμέσως.
ΘΗΒΑΙΟΣ: Νιράιδα ζηλεμέν’ της Κουπαΐδας
βγε και καλοχιραίτισι τουν ξένον.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Ω! Πολυπόθητε και πολυαγαπημένε
λαχταριστέ μεζέ της κωμωδίας,
μας ήρθες πια, μεράκι των φαγάδων.
Το φυσερό, τη σκάρα φέρτε, δούλοι.
Και τα χέλια, όμως, ήταν πανάκριβα, αφού, γύρω στο τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα, στοίχιζαν τρεις δραχμές το ένα, όσο κόστιζε κι ένα μικρό γουρουνόπουλο, ποσό μεγάλο για την εποχή. Για το λαό, όμως, οι σαρδέλες του Φαλήρου ήταν το πιο συνηθισμένο θαλασσινό, μαζί με κριθαρένιο -ψωμί. Κάθε αύξηση της φαληρικής σαρδέλας έβαζε σ’ ανησυχία το φτωχόκοσμο.
«Και συμβούλεψα να υποσχεθούμε στην Αρτέμιδα την Αγρότιδα χίλια κατσίκια, αν οι σαρδέλες έκαναν, την επομένη, εκατό στον οβολό», λέει («Ιππής») ο αλλαντοπώλης Αγοράκριτος, εκφράζοντας έτσι και την αγωνία του λαού για την ακρίβεια.
Οι αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν συχνότερα ψάρι από κρέας, παρά την αποστροφή του Ομήρου. Ο Φλασελιέρ σημειώνει ότι η λέξη όψον αρχικά σήμαινε ό,τι τρώμε μαζί με το ψωμί, αλλά σιγά σιγά πήρε μια άλλη σημασία και κατέληξε να σημαίνει ψάρι. Το πιο διαδεδομένο πρωινό ρόφημα, αφού βέβαια αγνοούσαν τον καφέ, ήταν ο κυκεώνας, που προαναφέραμε, το γάλα, κυρίως το κατσικίσιο, κι ένα ανακάτεμα από χλιαρό νερό και μέλι, που προκαλούσε ιδιαίτερη ευχαρίστηση.
Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη αναφέρονται εδέσματα που μας ξενίζουν. Στους «Ιππής» μιλάει για «ξίγκι βοδινό ψημένο μέσα σε συκόφυλλα». Αναφέρει επίσης τον «κάνδυλο», ένα ανακάτεμα από μέλι, γάλα, τυρί και λάδι, τον «μυττωτό», ένα είδος σκορδαλιάς με πράσα, σκόρδα, τυρί και μέλι.
Ο Αισχύλος στον «Προμηθέα Λυόμενο», μια τραγωδία που δεν σώθηκαν παρά λίγοι στίχοι της, ξαφνιάζει τους Αθηναίους:
Μα οι Σκύθες οι φιλόνομοι που τρώνε τυρί αλογίσιο ανάκατο με γάλα.
Μια σπέσιαλ συνταγή σάλτσας, με την οποία γαρνίρανε τα φαγητά μας δίνει ο Αθήναιος:
Χύσε από πάνω σίλφιο, χύσε ξύδι,
χύσε ακόμη λάδι, τρίψε τυρί
ρίξε από πάνω λίπη και σάλτσες ζεστές.
Τα «θυλήματα» που αναφέρονται απ’ τον Αριστοφάνη στην «Ειρήνη», ήταν χοντροαλεσμένο αλεύρι από στάρι ή κριθάρι, βρεγμένο με κρασί και λάδι. Μ’ αυτό ραντίζανε το σφαχτάρι ενώ ψηνόταν. Ο κάθε χυλός ήταν από τα προσφιλή φαγητά για το φτωχόκοσμο. Που διαφημίζονταν κατάλληλα, ακόμη και από ένα στωικό φιλόσοφο, όπως ο Χρύσιππος, στην «Περί καλού» πραγματεία του (Αθήναιος, Δ 47):
Χυλός από βολβούς – φακές
είναι σαν αμβροσία
στης παγωνιάς το κρύο.
Στις θυσίες ετοίμαζαν κι ένα είδος πλακούντος, κάτι δηλαδή σαν πίτα, που το ‘λεγαν «πελανό». Ήταν ένα παχύρρευστο κράμα από αλεύρι, μέλι και λάδι. Άλλα εδέσματα: «Έκχυτος», που αναφέρεται σ’ ένα επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας2 (βιβλ. 9), ήταν ένα μείγμα από αλεύρι και ψημένο τυρί, που το ‘ριχναν σε ειδικά καλούπια και τα γέμιζαν με κρασί μελωμένο.
«Κάνδαυλος», ένα είδος φαγητού της Μικράς Ασίας,κυρίως στη περιοχή της Αυδίας, με ό,τι ερεθιστικό καρύκευμα κυκλοφορούσε. «Μυττωτός», πίτα με τυρί, ανακατεμένο με μέλι και σκόρδα.Βέβαια, οι πιο περίφημες πίτες ήταν της Αθήνας, καύχημα της πόλης, και γίνονταν με μέλι, τυρί και λάδι, αλλά έβαζαν μέσα και διάφορα καρυκεύματα. Οι Αθηναίοι απέφευγαν ν’ αρχίσουν το γεύμα τους ή το δείπνο με σούπα.
Σχετικά με την ετοιμασία ενός δείπνου, να τι μας άφησε ο Φερεπράτης (Αθηναίος ηθοποιός και ποιητής, του 4ου π.Χ. αιώνα), στο «Δουλοδιδάσκαλο»:
Πώς ετοιμάζεται το δείπνο; πέστε μας;
Λοιπόν σας λέω, έχετε ένα κομμάτι χέλι,
καλαμαράκια και αρνί, ολίγο λουκάνικο
βραστά πόδια και συκώτι, παϊδάκια
και πουλιά, κοτόπουλα και τυρί που ‘ναι
μέσα στο μέλι, κι από κρέατα ένα μέρος.
(Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί Γ 49)
Ένα καλό τραπέζωμα μας παρουσιάζει και ο Αριστοφάνης («Εκκλησιάζουσαι» 838-845).
Τα τραπέζια είναι έτοιμα και γεμάτα με όλα
τ’ αγαθά και τα κρεβάτια στρωμένα
με χαλιά και προβιές. Μες στις κανάτες
ανακατεύουν το κρασί, οι μυροπώλισσες
περιμένουν στην αράδα • τα ψάρια κομμένα
φέτες ψήνονται, οι λαγοί στις σούβλες,
ξεφουρνίζουν τις πίτες, πλέκονται στεφάνια,
καβουρντίζουν ξερούς καρπούς κι οι πιο νέες
βράζουν στις χύτρες τη φάβα.
Το σπαρτιατικό μενού δεν συγκινούσε βέβαια τους άλλους Ελληνες. Ακόμη και τις γιορτινές μέρες δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο. Έφτανε ένα βραστό χοιρινό, λίγο κρασί και καμιά πίτα γλυκιά για να ενθουσιάσει τουςΣπαρτιάτες, που το καθημερινό τους ήταν μια κούπα από «μέλανα ζωμό» κι ένα κομμάτι από ψωμί. Αλλά ελάχιστοι μπορούσαν ν’ αντέξουν στη σπαρτιατική λιτότητα.
«Το πρώτο πιάτο», λέει ο γιος του Αριστοφάνη Νικόστρατός (ποιητής κι αυτός), «από τα μεγάλα, θα προηγηθεί με σκαντζόχοιρο (εχίνον) λακέρδα ως και κάππαριν, μια θρυμματίδα, φέτα, παστό ψάρι ως κι ένα βολβό μέσα σε μια σάλτσα πολύ πικάντικη» (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί Δ 10).
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...