Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Α.Παπαδιαμάντης, «Φλώρα ή Λάβρα»

"Φλώρα ή Λάβρα"  

 

Το διήγημα «Φλώρα ή Λάβρα»  είναι από τα όψιμα διηγήματα που ήρθαν στο φως μετά το θάνατο  του Α.Παπαδιαμάντη και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα το 1925.



Η υπόθεση
Ο Παπαδιαμάντης,  σε μεγάλη ηλικία πια, κοντά στη δύση της ζωής του  κάνει περίπατο, κατά το σούρουπο, στη Μεγάλη Αμμουδιά, στον γενέθλιο τόπο και  ουσιαστικά  σ΄αυτόν τον περίπατο αποχαιρετά τον τόπο του που τόσο αγάπησε. Με πίκρα και νοσταλγία θυμάται τα περασμένα βράδια, αυτά της νιότης του , όταν αγαπούσε τόσο να τριγυρνά σ΄αυτή την ακρογιαλιά .Όλα τώρα πια έχουν αλλάξει…
 Ξαφνικά , μέσα από  τα ερείπια  αγροτικής κατοικίας, εμφανίστηκε  μία γυναίκα μεγάλης ηλικίας, μια «γραία». Μία από τις αμέτρητες γραίες του Παπαδιαμάντη, πάμπτωχη και παντέρημη, για να κάνει βαθύτερη την πληγή από τη νοσταλγία της νεότητας..
ΦΛΩΡΑ Ή  ΛΑΒΡΑ
Ω πόσον μακρά, ατελείωτη αυτή η αμμουδιά! Όταν αναλογίζομαι την πορείαν μου, φευ, ας ειπώ την σταδιο­δρομίαν μου, εις την ζωήν, πάντοτε τήν αμμουδιάν αυτήν ενθυμούμαι.
Περπατούσα την άμμον-άμμον, θερινήν πρωίαν, προς τας δυσμάς, εκεί όπου είναι σκιαί ακόμη. Ώ, τί αύρα δροσερά! Εβουτούσα με τούς πόδας, αργοπορούσα, εσκόνταφτα εις την άμμον την μαλακήν. Πότε εις την υγράν, λεπτήν άμμον, — ώ,- τί δροσιά! ώ, τί γλύκα! εκεί όπου παίζει με τας συχνάς εφόδους τό κύμα, παιδίον του γαλανού πόντου νήπιον, χαϊδεμένον της θαλάσσης μωρόν — παίζει το τόμολο ή το σκλαβάκι — Να, τώρα θα σε πιάσω! Να, σ’ έπιασα! Έβρεχε μόλις τούς πόδας σου, κι έφευγε.  Δεν ήτο ικανόν να σε πιάση, να σε σύρη ,εις τα άντρα της Γοργόνος, να σε λικνίση  και σε αποκοιμίση μαλακά, να σε παραπέμψη μα- γευμένον εις τα αιώνια βασίλεια της Αμφιτρίτης. ’Ώ, ποια θαλασσία αηδών, ψυχή πολύπαθης και πολύτροπος, ακούεται να κελαηδή εκεί εις τα βάθη του πόντου! (…)
Πότε ανέβαινα εις την άνω γραμμήν της αμμουδιάς, εις το ακρινόν στρώμα. Εκεί, πέραν και πέραν, εις όλον το μήκος της παραθαλασσίας, φραγμοί από βάτους, και θά­μνους ακανθοφόρους και αιγοκλήματα, εδώ κι εκεί δίοδοι, όχι αναίμακτοι, εν μέσω των ακανθών, και έσωθεν άμπε­λοι, χύνουσαι άρωμα μέθης με το ηδυπαθές φύλλωμά των, και σπαρτά ωχρά και ξανθά εις τον άνεμον, και ελαιώνες με το φαιόν αειθαλές κράτος του στολισμού των. Και εις την άκραν προς δυσμάς, το ρίζωμα του λόφου, και είτα βουνά και άλλα βουνά εκείθεν. Και η αμμουδιά, ατελείωτη, εξηκολούθει ακόμη. (…)
Εκεί, εις το ανώτερον στρώμα της αμμουδιάς, όχι πλέον άμμος αλλά χώμα. Και ίχνη παλαιών ρευμάτων απεξηραμμένων. Άλλοτε, εις τό έαρ του βίου μου, ήρχόμην πολλάκις την έσπέραν εις την Μεγάλην Αμμουδιάν. Κι εδώ ρεύματα και χείμαρροι, και φλέβες νερού καί ρυάκια διέσχιζον τήν άμμον. Τώρα, μετά τόσον παλαιών ένιαυτών μακράν ξενιτείαν, εις τό φθινόπωρον αυτό τής ζωής, έρχομαι εδώ την πρωίαν. Τι έγιναν τα ρεύματα, τα ρυάκια, τα νάματα τα δροσερά, όσα κατήρχοντο από τούς λόφους και διέσχιζον την άμμον; Τι έγιναν αι πηγαί και τα νάματα της νεότητος, τα όποια ανέβλυζόν ποτέ και εδρόσιζον την ψυχήν μου;
Εκεί, εις την άκραν, η μεγάλη αμμουδιά, κόπτεται από μίαν προβλήτα κρημνώδη ακτήν προς τον αιγιαλόν. Πέραν αυτής αρχίζει άλλη αμμουδιά, είτα νέα ακτή προβάλλει εις τό κύμα, είτα πάλιν αμμουδιά, μαλακή αγκάλη, και τέλος ακρωτήρια και βράχοι κρημνώδεις.
Εκεί εις το ρίζωμα του λόφου, πριν φθάσωμεν εις την πρώτην μικράν προβλήτα, δρομίσκος τερπνός, πλάγιος, ανέρπει μέσω των θάμνων ο τόπος όλος μοσχοβολά από μυρσίναν και ηχολογεί από αναβάτας των δένδρων τέττιγας, και το άσμα των σπίνων και κοσσύφων μαγεύει και ζωντα­νεύει όλον το δάσος. Πρέπει ν’ ανέλθωμεν τον δρομίσκον αυτόν. Η πόλις δεν μας καλεί. Η ερημία δεν μας διώκει.
Ας ανέλθωμεν. Ανάμεσα εις το άλσος των σχοίνων και των μυρσινών, εις τα εκτυλισσόμενα αλλεπαλλήλων τοπία, εις τα πλάγια και τας κλιτύς των κοιλάδων, παντού βλέπω και ακούω χωρικούς να εργάζωνται. Μονήρης, φευ! άεργος περιπατητής, με αληθή συστολήν και ταπείνωσιν αισθάνεται εαυτόν εκτοπισμένον εις την ερημίαν, όπως και εις την πόλιν. Διατί να μήν είναι τις ζευγηλάτης, γεωργός, ημεροδουλευτής; Άλλοίμονον, πολύ άργά!
Ήρέμα και βραδέως ανέρχομαι. Ευρίσκομαι αίφνης μετάρσιος εις ύψος, οπόθεν βλέπω τον μακρόν αιγιαλόν όλον, και τον έρημον πλοίων μεσημβρινόν κόλπον και τα νησιά κατ΄έμπροσθεν τα φαιοπράσινα, και τα νώτα της πόλεως ερειδόμενα επί υψηλού βράχου — και το κοιμητήριον επί της εντεύθεν αποκρήμνου ακτής,όπισθεν της δυσμικής εσχατιάς  ταύτης. ’Ώ, κοιμητήριον! Από όλας τας τόσας σκοπιάς και περιωπάς τάς υπερκειμένας της θαλάσσης, σύ μόνον βλέ­πεις μέ άπτόητον διαυγές όμμα τα παρελθόντα και τα μέλ­λοντα — και δεν τα λέγεις!
Τέλος, αφού κατήλθον εις το βάθος της κοιλάδος, έφτασα εις την  αρχήν της δευτέρας αμμουδιάς. Έστάθην εις το βάθος, όπου κατήρχετο ρεύμα. Ιδού τέλος εν ρεύμα! Ανά­μεσα εις την μελωδίαν των κλώνων των πευκών, σειομένων εις τήν πρωινήν αύραν, και εις τον ψίθυρον του νερού εις την κοίτην του, εμορμύριζε βαθύ μυστήριον.
Ήτο άκρα ερημία. Βαθεία σκιά  ηπλούτο. Μία σκαπάνη γεωργού ηκούετο, μελαγχολικώς ηχούσα μακράν, και αντήχει εις το στέρνον μου ο  κτύπος. Εκεί από την άμμον εν δράμα ανέβη. Μέσα από ερείπιον αγροτικής οικίας εξήλθε μία όψις γραίας. Κυρτή, μέ μαύρην μανδύλαν, εκράτει δέσμην λεπτών ξεροκλάδων επί του ώμου του αριστερού. Με ανασηκωμένα τα κράσπεδα της πενιχράς ποδιάς της, ανυπόδητος.
Μία πτωχή γραία κουβαλούσε ξύλα επί του ώμου...
Δεν την είχα ιδή από τριάκοντα ετών, όταν ήμην παιδίον. Εν τούτοις την ανεγνώρισα.
  Βρίσκεσαι ακόμη γριά Φλώρα, της είπα ως εν εκστάσει.
  Δεν μέ λένε ακόμη Φλώρα, παιδάκι μου, απήντησε, με λένε Λαύρα.
Λαύρα; έλεγε τάχα. το όνομα της Δάφνης το λατινικόν, το όνομα σεμνού ενδιαιτήματος μονάχου, ή το όνομα της ερωμένης του Πετράρχα; Πλήν εκείνη έλεγε Λάβρα, κι εννόει βέβαια την φλόγα της καρδίας της.
Έν ελαφροσύνη το όμμα μου απεσπάσθη πρός στιγμήν από της γραίας κι έπεσε επί του ερειπίου εκείνου του παλαιού οικίσκου. Φαίνεται ότι είχα μίαν ανάμνησιν, μεμακρυσμένον όραμα της παιδικής ηλικίας, εν όνειρον, ή έν όνομα.
  Αυτό το χάλασμα που βλέπεις, παιδί μου, είπεν η  γραία ως να εμάντευσε την απορίαν μου, είναι «του βασιλιά το σπίτι».
Ά, ναί! τώρα ενθυμούμαι. 'Όταν είμεθα παιδιά, μας οδήγει συχνά ο δάσκαλος διά να κολυμβώμεν εις την πρώτην εκείθεν εσχατιάν του αιγιαλού — εις την αρχήν της αμμουδιάς της μεγάλης. Έκείθεν άγναντεύαμεν μακράν,
προς την αγκάλην αυτήν του μικρού αιγιαλού, εντεύθεν της πρώτης ακτής, εν λευκόν όνειρον, εν ωραίον σπιτάκι — γλυκείαν  και ποθεινήν αγκαλιάν έν μέσω παραδείσιου πρασινάδας, εις το χείλος της άμμου, του αιγιαλού, εις το φίλημα του κύματος. Ό λευκός οικίσκος και η εξοχή εκείνη εκαλείτο «στου βασιλιά».
Διατί άρα; Ό γέρων φουστανελλοφόρος, ο ιδιοκτήτης του μικρού τοπίου, εκαλείτο και αυτός γέρο-βασιλιάς! Άλλ’ α­γνοώ άν τό κτήμα ωνομάσθη άπό τόν άνθρωπον ή ό άνθρω­πος άπό τό κτήμα.
Έλαχταρούσαμεν τότε ως παιδιά να εκτείνωμεν έως το μέρος αυτό τους περιπάτους μας, διά ν’ απολαύσωμεν τό ονειρον, την μαγείαν. Άλλ’ ό δάσκαλος δεν επέτρεπε.
Τώρα, όταν μετά τόσα μακρά έτη ασκόπως και αμνήμων ήλθον έως εδώ, τώρα εξέλιπε πλέον τό λευκόν, τό περιπόθητον όνειρον, το όποιον εσάλευε ποτέ μεταξύ φάσματος και υπαρκτού, μεταξύ άμμου και θαλάσσης. Και βλέπω αυτό τό μαυρισμένον ερείπιον, το χάλασμα, το κατάλυμα του χρόνου και των ανέμων, έσωθεν του όποιου είχε φανή ότι έξήλθεν η γραία αυτή, άλλο ερείπιον ζών και κινούμενον, διά να μοί ενθυμίση τ’ όνομα του παλαιού ονείρου — διά να το μνημονεύση, αυτό τό θαμμένον όνειρον.
"Α! ενθυμούμαι, έμαθα. Η γραία αύτη ήτο «χαροκα­μένη» και δυστυχής. Είχε θάψει όλα τα τέκνα της, και αυτή επέζη ακόμη... Και δεν εκαλείτο πλέον Φλώρα, αλλά Λάβρα.
(1907)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...