Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Φραντς Κάφκα, Η κρίση

 
7-london-based-billionaire-lily-safra-was-rumored-to-be-the-buyer-of-alberto-giacomettis-sculpture-walking-man-i-sold-in-2010-at-sothebys-for-104-million
Ήταν ένα κυριακάτικο πρωινό κι ή άνοιξη είχε γίνει πολύ όμορφη. Ό Γκέοργκ Μπέντεμαν, ένας νεαρός έμπορος, καθόταν στο μοναχικό του δωμάτιο του πρώτου πατώματος, σ’ ένα από τα χαμηλά, ευκολοχτισμένα σπίτια, αραδιασμένα κατά μήκος του ποταμού πού ξεχώριζαν μεταξύ τους μόνο από το ύψος και το χρώμα.

Μόλις είχε τελειώσει το γράμμα για κάποιον παιδικό του φίλο πού βρισκόταν στα ξένα- το έκλεισε αργά αργά, παίζοντάς το στα χέρια- κι ύστερα στήριξε τον αγκώνα του πάνω στο γραφείο και κοίταξε έξω από το παράθυρο, στο ποτάμι, στη γέφυρα και στα υψώματα πέρα από την αντικρινή όχθη με το φτωχό πράσινο.
Κι άρχισε να σκέφτεται πώς ό φίλος του πού έφυγε εδώ και χρόνια μακριά από τα μέρη του για τη Ρωσία, έπρεπε να μην είναι ευχαριστημένος. Είχε πιάσει κάποια δουλειά στην Πετρούπολη και στην αρχή φάνηκε πώς προόδευε, μα ήδη από καιρό τα πράγματα όλο και πήγαιναν ανάποδα, όπως ό ίδιος ό φίλος του παραπονιόταν στις επισκέψεις του πού ολοένα και γίνονταν πιο σπάνιες. Έτσι εργαζόταν εκεί ανώφελα- ή παράξενη μεγάλη γενειάδα του μισοσκέπαζε το γνωστό από τα παιδικά χρόνια χλομό πρόσωπο πού λες κι έδειχνε κάποια αρρώστια σε εξέλιξη. Όπως ομολογούσε ό ίδιος δε φρόντισε να έχει σχέσεις με τούς συμπατριώτες του εκεί στην παροικία ούτε με τις οικογένειες τού τόπου εκείνου κι έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα, σίγουρα θα καταντούσε γεροντοπαλίκαρο.
Τί μπορούσε λοιπόν να γράψει κανείς σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο πού ολοφάνερα είχε ξεστρατίσει από το σωστό δρόμο; Κι αν τον λυπόταν ακόμα, δε μπορούσε να τον βοηθήσει! Μήπως θα ’πρεπε να τον συμβουλέψει να επιστρέψει στην πατρίδα του, να μεταφέρει πάλι εδώ τη ζωή του, να ξαναπιάσει τις σχέσεις με τούς παλιούς φίλους -γι’ αυτό άλλωστε δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο-και γενικά να στηριχτεί στη βοήθεια των φίλων; Αυτό όμως θα σήμαινε πώς τού έλεγαν, όσο πιο διακριτικά τόσο πιο προσβλητικά να γυρίσει πίσω γιατί σ’ όλες του τις προσπάθειες απέτυχε κι έπρεπε τώρα να τις εγκαταλείψει' συνάμα, σαν ένας επαναπατρισμένος μετανάστης, έπρεπε να υπομείνει όλα τα αδιάκριτα βλέμματα γύρω τού κι αυτός, ένα γερασμένο παιδί πού θα μπορούσαν να το καταλάβουν μόνο οι φίλοι του, έπρεπε να εξαρτιέται απ’ αυτούς πού είχαν δημιουργηθεί στον τόπο τους. Κι ήταν σίγουρο πώς όλες οι ταλαιπωρίες αυτές, στις όποιες θα τον καλούσε να μπει, θα οδηγούσαν σε κάτι θετικό; Ίσως οι προσπάθειες αυτές να μην τον έπειθαν να γυρίσει -ό ίδιος έλεγε ότι δε θα μπορούσε πια να καταλάβει τις συνθήκες τού τόπου του- και τότε θα ’μενε στα ξένα, καταπικραμένος για τις συμβουλές αυτές και αποξενωμένος ακόμα περισσότερο από τούς φίλους. ’Αν πάλι έβρισκε σωστό ν’ ακολουθήσει τις συμβουλές -φυσικά όχι με κάποιο σκοπό, άλλα από την πίεση των γεγονότων- θα ζούσε άσχημα με φίλους και χωρίς φίλους, θα υπέφερε από ντροπή, στην πραγματικότητα δε θα είχε ούτε πατρίδα ούτε φίλους, γι αυτό δε θα ’ταν καλύτερα γι’ αυτόν να μείνει στα ξένα, όπως ήταν τώρα; Γιατί, πώς μπορούσε κανείς να πιστέψει πώς θα τα κατάφερνε σίγουρα στον τόπο του;
Γι’ αυτούς τούς λόγους ακριβώς, αν θα ήθελε κανείς να διατηρήσει την αλληλογραφία μαζί του, δε μπορούσε να θίξει τέτοια ζητήματα πού θα έγραφε δίχως σταγμό και στους, μακρινούς γνωστούς. Ήδη ό φίλος του είχε τρία ολόκληρα χρόνια να πατήσει το πόδι του στα μέρη τους κι είχε για το γεγονός αυτό τη δικαιολογία της πολιτικής αβεβαιότητας στη Ρωσία, πράγμα πού δεν επέτρεπε την παραμικρή απουσία σ’ ένα μικρό έμπορο, τη στιγμή πού εκατοντάδες χιλιάδες ρώσοι τριγύριζαν ήσυχοι σ’ όλο τον κόσμο. Στα τρία αυτά χρόνια πολλά πράγματα άλλαξαν για τον Γκέοργκ. Ό φίλος του είχε μάθει για το θάνατο της μητέρας τού Γκέοργκ πού συνέβη εδώ και δύο χρόνια, αφήνοντας τον μόνο με το γέρο πατέρα του, και τού έγραψε τα συλλυπητήρια, με τέτοια όμως ξηρότητα, πού θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από το γεγονός πώς ένα τέτοιο πένθος είναι ασύλληπτο στη ζωή της ξενιτιάς. 'Ωστόσο, από κείνο τον καιρό ό Γκέοργκ καταπιέστηκε με τις υποθέσεις της επιχείρησης και μ’ όλα τ’ άλλα με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. Ίσως ό πατέρας του, όσο ζούσε ή μητέρα, να εμπόδιζε την ενεργητικότητα του, θέλοντας να επιβάλει πάντοτε τη γνώμη του στις υποθέσεις της δουλειάς, ίσως μετά το θάνατο της μητέρας, αν και εξακολουθούσε να εργάζεται στο κατάστημα, να είχε γίνει επιφυλακτικός, ’ίσως όμως -κι αυτό ήταν πολύ πιθανό-άλλα ευνοϊκά περιστατικά να έπαιξαν κάποιο σημαντικό ρόλο, οπωσδήποτε πάντως ή επιχείρηση στα δύο αυτά χρόνια σημείωσε απρόβλεπτη πρόοδο, το προσωπικό διπλασιάστηκε, ή κίνηση πενταπλασιάστηκε και μια ακόμη μεγαλύτερη πρόοδος φαινόταν να προδιαγράφεται Αναμφισβήτητη.
Ό φίλος του όμως δεν είχε ιδέα γι’ αυτές τις Αλλαγές. Πρωτύτερα, ίσως θα ’ταν στο συλλυπητήριο γράμμα, τού έγραψε πώς εδώ στη Ρωσία, αν θα ερχόταν, μπορούσε οπωσδήποτε μια χαρά να βρει καλή τύχη, κάνοντας τη δουλειά του στην Πετρούπολη. Οι Αριθμοί ωστόσο δεν έλεγαν τίποτα μπροστά στην πρόοδο της επιχείρησης τού Γκέοργκ. Αυτός όμως δεν ήθελε να γράψει στο φίλο του για τις εμπορικές του επιτυχίες. Κι αν ήθελε να το κάνει τώρα εκ των υστέρων, οπωσδήποτε θα τού φαινόταν πολύ παράξενο.
Έτσι ό Γκέοργκ περιορίστηκε να γράψει στο φίλο του ασήμαντα πράγματα, τέτοια πού θα μπορούσε κανείς να βρει στη μνήμη του ανάκατα, τη στιγμή πού κάθεται και σκέφτεται μια ήσυχη Κυριακή. Δεν ήθελε να διαταράξει την ιδέα πού είχε ό φίλος του για τα μέρη τους σ’ όλο αυτό το διάστημα και με την όποια ένιωθε κάποια άνεση. Γι αυτό ίσως συνέβη ό Γκέοργκ να τού γράψει σε τρία γράμματα, γραμμένα σε αραιά διαστήματα, για τον αρραβώνα κάποιου πού ’ίσως ήταν άγνωστος ή ξεχασμένος, μ’ ένα κορίτσι εξίσου άγνωστο ή ξεχασμένο. Ωστόσο, αντίθετα από τις προθέσεις τού Γκέοργκ, ό φίλος του άρχισε να ενδιαφέρεται για το περίεργο αυτό γεγονός.
franz-kafka-and-fc3a9lice-bauer
Ό Γκέοργκ προτιμούσε να τού γράψει για τέτοιες υποθέσεις, παρά να τού ανακοινώσει τούς δικούς του αρραβώνες πού έκανε πριν ένα μήνα με τη δεσποινίδα Φρίντα Μπράντενφελντ, από ένα καλό και πλούσιο σπίτι. Συχνά έκανε λόγο στη μνηστή του γι’ αυτό το φίλο, για τις σχέσεις του μ’ αυτόν και για την περίεργη αύτη αλληλογραφία. «Δε θα ’ρθει λοιπόν ούτε στο γάμο μας!» τού έλεγε αυτή, «κι όμως έχω το δικαίωμα να γνωρίσω όλους τούς φίλους σου». «Δε θέλω να τον ενοχλήσω» απαντούσε ό Γκέοργκ, «καταλαβαίνεις, φυσικά ίσως να ερχόταν, έτσι τουλάχιστο νομίζω, θα ένιωθε όμως μειωμένος και υποχρεωμένος, μπορεί και να με ζήλευε, και θα γύριζε μόνος του πίσω, απογοητευμένος κι ανίκανος να νικήσει αύτη του την απογοήτευση. Μόνος -ξέρεις τί είναι αυτό;» «Ναι, και δε θα μπορούσε να μάθει από άλλου το γάμο μας;» «Αυτό φυσικά δε μπορώ να το εμποδίσω, ωστόσο είναι απίθανο με τον τρόπο πού ζει εκεί πέρα». «’Αφού έχεις τέτοιους φίλους έπρεπε να μην αρραβωνιαστείς». «Ναι, μα είναι λάθος και των δύο μας, ωστόσο δε θα ’θελα να συμβεί τίποτα». Κι ύστερα, αναπνέοντας γρήγορα και δίνοντας φιλιά στη μνηστή του, πρόσθετε: «Παρόλα αυτά με στενοχωρεί πολύ», το έβρισκε δηλαδή τόσο αυτονόητο να γράφει κανείς τα πάντα στους φίλους. «Έτσι είμαι κι έτσι πρέπει να μ’ έχει» αναλογιζόταν. «Δε μπορώ να φτιάξω από τον εαυτό μου έναν άλλο άνθρωπο πού θα ταίριαζε καλύτερα στη φιλία μας».
Κι έτσι, στο μακροσκελές γράμμα πού έγραψε εκείνη την Κυριακή, έκανε γνωστούς τούς αρραβώνες στο φίλο του με τα παρακάτω λόγια: «Το πιο καλό νέο το άφησα για το τέλος. Αρραβωνιάστηκα με τη δεσποινίδα Φρίντα Μπράντενφελντ, μια κοπέλα από καλό και πλούσιο σπίτι' δεν τη γνωρίζεις, γιατί εγκαταστάθηκε εδώ από πολύ καιρό ύστερα από την αναχώρηση σου. Θα βρω την ευκαιρία άλλοτε να σου πω περισσότερα για την αρραβωνιαστικιά μου, σήμερα είναι αρκετό να σε διαβεβαιώσω πώς είμαι ευτυχισμένος και στις σχέσεις μας δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα, θα ’χεις μόνο αντί για ένα συνηθισμένο, έναν ευτυχισμένο φίλο' έξαλλου στο πρόσωπο της αρραβωνιαστικιάς μου -σε χαιρετά εγκάρδια κι αργότερα θα σου γράψει- θα βρεις μια ειλικρινή φίλη, πράγμα αξιόλογο για ένα γεροντοπαλίκαρο. Ξέρω πώς υπάρχουν πολλά εμπόδια και δε μπορείς να μάς επισκεφτείς, μα ωστόσο ό γάμος μας δε θα ’ταν μια καλή ευκαιρία να κάνεις πέρα όλα αυτά τα εμπόδια; Όπως και να ’χει όμως το πράγμα, κάνε αυτό πού καταλαβαίνεις χωρίς να υπολογίσεις τίποτα απ’ αυτά».
Κρατώντας αυτό το γράμμα στο χέρι του, καθόταν ώρα πολλή στο γραφείο με το πρόσωπο στραμμένο προς τα έξω. Σ’ έναν περαστικό, γνώριμό του, πού τον χαιρέτησε από το μικρό δρομάκι, μόλις πρόλαβε ν’ απαντήσει μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο.
Τελικά έχωσε το γράμμα στην τσέπη, βγήκε από το δωμάτιό του και περνώντας λοξά ένα μικρό διάδρομο πήγε στο δωμάτιο τού πατέρα του, όπου δεν είχε πάει εδώ και μήνες. Δεν ήταν όμως ανάγκη να πηγαίνει συχνά, μια κι έβλεπε κάθε τόσο τον πατέρα του στη δουλειά, το μεσημέρι έπαιρναν το φαγητό τους σε κάποιο εστιατόριο, το βράδυ έτρωγε ό καθένας χωριστά όπου ήθελε, κάθονταν όμως συχνά μαζί για λίγο στο σαλόνι διαβάζοντας εφημερίδα, όταν, όπως συνέβαινε συχνά, ό Γκέοργκ δεν έβγαινε με τούς φίλους του ή, όπως τώρα, δεν πήγαινε στην αρραβωνιαστικιά του. Ό Γκέοργκ παραξενεύτηκε, γιατί στο ηλιόλουστο αυτό πρωινό το δωμάτιο του πατέρα του ήταν πολύ σκοτεινό. Ένας ψηλός τοίχος πού υψωνόταν απέναντι από τη στενή αυλή, έριχνε αυτές τις σκιές. Ό πατέρας του καθόταν κοντά στο παράθυρο σε μια γωνιά, στολισμένη με ενθύμια της μακαρίτισσας της μητέρας, και διάβαζε την εφημερίδα πού την κρατούσε πλάγια στα μάτια του, για να μπορέσει να υπερνικήσει την αδύνατη όραση. Στο τραπέζι ακόμα βρίσκονταν τα υπολείμματα του πρωινού, κι όπως έδειχνε φαινόταν πώς δεν είχε φάει πολύ.
«Ώ, Γκέοργκ!» φώναξε ό πατέρας και σηκώθηκε να τον ανταμώσει. Ή βαριά του ρόμπα άνοιγε, ενώ περπατούσε, κι οι άκρες σάλευαν γύρω του -«ό πατέρας μου είναι ακόμα γίγαντας» αναλογίστηκε ό Γκέοργκ.
«Μα, εδώ είναι ανυπόφορο σκοτάδι» είπε ύστερα.
«Ναι, είναι σκοτεινά» απάντησε ό πατέρας.
«Έχεις κλειστό και το παράθυρο;»
«Έτσι μου αρέσει πιο πολύ».
«Κι όμως έξω κάνει ζέστη» είπε ό Γκέοργκ σα να συνέχιζε τα προηγούμενα και κάθισε.
1917_02_crepuscular-old-man-1917-181
Ό πατέρας σήκωσε τα σερβίτσια και τα βάλε πάνω σ’ ένα κιβώτιο.
«’Ήθελα μόνο να σου πω» συνέχισε ό Γκέοργκ πού παρακολουθούσε τις κινήσεις τού ηλικιωμένου πατέρα του με ολότελα αφηρημένο βλέμμα, «πώς πριν λίγο έγραψα για τούς αρραβώνες μου στην Πετρούπολη». Τράβηξε λίγο το γράμμα από την τσέπη κι ύστερα το άφησε να ξαναπέσει μέσα.
«Στην Πετρούπολη;» ρώτησε ό πατέρας.
«Ναι, στο φίλο μου» είπε ό Γκέοργκ και γύρευε τα μάτια τού πατέρα. Στο κατάστημα, σκέφτηκε, είναι πολύ διαφορετικός απ’ ότι είναι τώρα, καθισμένος άνετα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
«Μάλιστα, στο φίλο σου» είπε ό πατέρας τονίζοντας τις λέξεις. .
«Βέβαια, ξέρεις, πατέρα, πώς στην αρχή σκέφτηκα να μην του κάνω λόγο για τούς αρραβώνες μου. Φυσικά, από κάποια διακριτικότητα κι όχι τίποτα άλλο. Το ξέρεις κι ό ίδιος πώς είναι δύσκολος άνθρωπος. Σκέφτηκα ότι είναι δυνατό να πληροφορηθεί τούς αρραβώνες μου από κάπου άλλου, αν και δεν είναι τόσο πιθανό, γιατί κάνει μοναχική ζωή -αυτό όμως δε μπορώ να το εμποδίσω- ωστόσο όμως δε θα τούς πληροφορηθεί από μένα τον ’ίδιο».
«Και τώρα άλλαξες γνώμη;» ρώτησε ό πατέρας κι υστέρα έβαλε τη μεγάλη εφημερίδα πάνω στο περβάζι και τα γυαλιά πάνω στην εφημερίδα πού τα σκέπαζε με το χέρι.
«Ναι, τώρα άλλαξα γνώμη. Αφού είναι καλός φίλος, σκέφτηκα ότι ό ευτυχισμένος αρραβώνας μου θα είναι και γι’ αυτόν εξίσου ευτυχές γεγονός. Κι έτσι δε δίστασα να τού γράψω για τούς αρραβώνες μου. Προτού όμως ρίξω το γράμμα μου, ήθελα να σου το ανακοινώσω».
«Γκέοργκ» είπε ό πατέρας κι άνοιξε το ξεδοντιάρικο στόμα του, «άκουσε! Ήρθες να με συμβουλευτείς για την υπόθεση αυτή· αυτό σε τιμά, χωρίς αμφιβολία. Κι όμως, αυτό είναι ένα τίποτα, είναι χειρότερο από το τίποτα, αν δε μού μαρτυρήσεις όλη την αλήθεια. Δε θέλω να ξεσκαλίσω πράγματα πού κανονικά δεν ανήκουν σ’ αυτή την υπόθεση. 'Ύστερα από το θάνατο της ακριβής μας μητέρας έγιναν πράγματα ανάρμοστα. "Ίσως να ’ρθει ό καιρός να τα πούμε και μάλιστα πιο νωρίς απ’ ότι νομίζουμε. Στο κατάστημα περνούν μερικά απαρατήρητα, δε μού τα κρύβουν -δε θέλω με κανένα τρόπο να πιστέψω αύτη τη στιγμή ότι μού τα κρύβουν- δεν είμαι πια αρκετά δυνατός, ή μνήμη μου ολοένα και εξασθενίζει, δε μπορώ να ’χω τη ματιά μου στο καθετί πού συμβαίνει. Πρώτα πρώτα έχω τα χρονάκια μου κι ό οργανισμός μου κατέρρευσε, κι υστέρα ό θάνατος της μητερούλας μας μ’ έχει καταβάλει περισσότερο απ’ ότι έχει φθείρει εσένα. ’Επειδή όμως πρόκειται γι’ αυτό το θέμα, δηλαδή γι’ αυτό το γράμμα, σε παρακαλώ, Γκέοργκ, μη μού πεις ψέματα. Είναι μια μηδαμινή υπόθεση, δεν αξίζει καν τη συζήτηση, γι αυτό μη θελήσεις να με άπατή-σεις. Έχεις πράγματι αυτό το φίλο στην Πετρούπολη;»
Ό Γκέοργκ σηκώθηκε όλος αμηχανία. «Μην ενδιαφέρεσαι για τούς φίλους μου. Χίλιοι φίλοι δε μπορούν ν’ αναπληρώσουν τον πατέρα μου. Ξέρεις τί σκέφτομαι; Δεν περιποιείσαι αρκετά τον εαυτό σου. Και τα γεράματα έχουν τα δικαιώματα τους. Στη δουλειά μου είσαι απαραίτητος, το ξέρεις φυσικά πολύ καλά, αν όμως ή δουλειά στο κατάστημα απειλεί να σου καταστρέψει την υγεία, το κλείνω για πάντα, ακόμα κι αύριο. Δεν είναι κατάσταση αύτη. Πρέπει να βρούμε για σένα ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. Και μάλιστα, πέρα για πέρα αλλιώτικο/ Να, κάθεσαι μέσα στο σκοτάδι, τη στιγμή πού στο σαλόνι υπάρχει τόσο φώς. Μόλις αγγίζεις το πρωινό, ενώ θα ’πρεπε να δυναμώσεις κανονικά. Κάθεσαι με κλειστό παράθυρο, κι όμως ό αέρας θα σου έκανε καλό. Όχι, πατέρα μου! Θα φέρω γιατρό και θα κάνουμε αυτό πού θα μας πει. Θα ανταλλάξουμε δωμάτια-εσύ θα πάς στο μπροστινό κι εγώ εδώ. Θα ζεις όπως πάντοτε, γιατί θα μεταφέρουμε όλα τα πράγματά σου εκεί. ’Έχουμε όμως καιρό για όλα αυτά, τώρα ξάπλωσε λίγο στο κρεβάτι, έχεις μεγάλη ανάγκη να ξεκουραστείς. Έλα, θα σε βοηθήσω να ξεντυθείς, και θα δεις πόσο όμορφα θα τα καταφέρω. "Αν όμως θέλεις να πάς τώρα αμέσως στο μπροστινό δωμάτιο, τότε μπορείς να ξαπλώσεις προσωρινά στο κρεβάτι μου. ’Εξάλλου αυτό θα ’ταν πιο λογικό».
Ό Γκέοργκ στεκόταν πολύ κοντά στον πατέρα του πού το κεφάλι του με τα λευκά ανάκατα μαλλιά έγερνε στο στήθος του.
«Γκέοργκ» είπε ό πατέρας με σβησμένη φωνή, χωρίς να κινηθεί.
Ό Γκέοργκ γονάτισε αμέσως δίπλα στον πατέρα του, είδε τις κόρες των ματιών στο κουρασμένο πρόσωπο να μεγαλώνουν στις άκρες και να στρέφονται πάνω του.
«Δεν έχεις φίλο στην Πετρούπολη... Πάντα έκανες αστεία και μάλιστα ακόμα και σε μένα. Πώς είναι δυνατό να ’χεις εκεί κάποιο φίλο! Δε μπορώ να το πιστέψω με κανένα τρόπο».
«Για σκέψου λιγάκι, πατέρα» είπε ό Γκέοργκ, σηκώνοντας τον πατέρα του από την πολυθρόνα και βγάζοντας του τη ρόμπα, ενώ αυτός στεκόταν μπροστά του αδύναμος, «έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε πού μάς επισκέφτηκε ό φίλος μου. Θυμάμαι ακόμη πώς δεν τον είχες συμπαθήσει και πολύ. Δύο φορές αναγκάστηκα για χάρη σου να τον παραγνωρίσω, τη στιγμή πού τον είχα στο δωμάτιό μου. Βέβαια, καταλάβαινα πολύ καλά για ποιό λόγο έδειχνες την αποστροφή αύτη, γιατί ό φίλος μου έχει και τις ιδιοτροπίες του. 'Ωστόσο καμιά φορά κουβέντιαζες μαζί του. Τότε ένιωθα περηφάνια για το γεγονός αυτό, γιατί τον άκουγες με προσοχή, κουνούσες το κεφάλι σου με συγκατάνευση και κάθε τόσο τον ρωτούσες. ’Αν σκεφτείς λιγάκι, θα μπορέσεις να θυμηθείς. Μάς είχε διηγηθεί τότε απίστευτες Ιστορίες από τη ρωσική επανάσταση. Θυμάσαι, λόγου χάρη, πώς σ’ ένα του ταξίδι στο Κίεβο για εμπορικές υποθέσεις είχε δει ένα παπά σ’ έναν εξώστη, να υψώνει το χέρι του, όπου πάνω είχε χαράξει με το αίμα του ένα σταυρό, και να καλεί τα πλήθη. Και σύ την έλεγες και την ξανάλεγες αύτη την Ιστορία».
Στο μεταξύ ό Γκέοργκ κατόρθωσε να θέλει τον πατέρα του να καθίσει· τού έβγαλε με προσοχή το πλεχτό πανταλόνι πού φορούσε πάνω από το λινό σώβρακο, όπως και τις κάλτσες. Σαν είδε πώς τα εσώρουχα του δεν ήταν και τόσο καθαρά, άρχισε να θεωρεί τον εαυτό του υπαίτιο γι’ αυτό, γιατί είχε παραμελήσει έτσι τον πατέρα του. Φυσικά, ήταν υποχρέωση του να φροντίζει για ν’ αλλάζει εσώρουχα ό πατέρας. ΩΣ τώρα δεν είχαν συζητήσει σοβαρά με την αρραβωνιαστικιά του με ποιό τρόπο θα ταχτοποιούσαν το μέλλον τού πατέρα, γιατί σιωπηλά δέχτηκαν ό πατέρας να μείνει μόνος του στο παλιό σπίτι. Τώρα όμως πήρε την απόφαση γρήγορα κι οριστικά να δεχτεί τον πατέρα του στο νέο νοικοκυριό του. Κι αν εξέταζε κανείς καλύτερα τα πράγματα, θα έβλεπε πώς ή περιποίηση αύτη στο καινούργιο σπίτι γινόταν πια πολύ αργά.
Σήκωσε τον πατέρα του στα χέρια και τον πήγε στο κρεβάτι. Ένιωσε ένα τρομερό αίσθημα, όταν, καθώς προχωρούσε προς το κρεβάτι, ό πατέρας του έπιανε την αλυσίδα του ρολογιού του στο στήθος κι έπαιζε. Δυσκολεύτηκε να τον κάνει· να ξαπλωθεί, γιατί κρατούσε πολύ γερά την αλυσίδα αύτη.
Μόλις όμως ξάπλωσε, φαινόταν πώς είχε ηρεμήσει. Σκεπάστηκε μόνος του, τραβώντας την κουβέρτα πολύ πιο πάνω από τούς ώμους του. Σήκωσε τα μάτια του, όχι χωρίς καλοσύνη, στον Γκέοργκ.
«Έτσι δεν είναι; τον θυμάσαι, έ;» ρώτησε ό Γκέοργκ, κουνώντας το κεφάλι του με σκοπό να ενθαρρύνει τον πατέρα.
«Είμαι καλά σκεπασμένος τώρα;» ρώτησε ό πατέρας, λές καί δέ μπορούσε νά δει ό ’ίδιος άν ήταν τά πόδια του καλά σκεπασμένα.
«Σοΰ άρεσε, βλέπω, τό κρεβάτι» είπε ό Γκέοργκ καί τού έσιαξε τήν κουβέρτα καλύτερα.
«Είμαι καλά σκεπασμένος;» ξαναρώτησε ό πατέρας καί φαινόταν πώς περίμενε μέ άνυπομονησία τήν άπάντηση.
«Μήν άνησυχεΐς, είσαι πολύ καλά σκεπασμένος».
«Όχι» φώναξε ό πατέρας, μόλις ή απάντηση ταίριασε στήν έρώτηση, τίναξε τήν κουβέρτα μέ τόση δύναμη πού γιά μιά στιγμή ξεδιπλώθηκε στόν αέρα όλόκληρη, κι αυτός στάθηκε όλόρθος στό κρεβάτι. Μέ τήν άκρη του χεριού του μόνο άκούμπησε τόν ουρανό του κρεβατιού. «'Ήθελες νά μέ σκεπάσεις, τό ξέρω, μωρό μου, όμως δέ σκεπάστηκα άκόμα. Κι είναι αύτή ή τελευταία μου δύναμη, άρκετή γιά -σένα, καί μάλιστα μέ τό παραπάνω. Γνωρίζω καλά τό φίλο σου. Ήταν σά γιός μου, μέσα στήν καρδιά μου. Γιαυτό τόν έξαπατοΰσες τόσα χρόνια; Γιατί λοιπόν; Νομίζεις ότι δέν έκλαιγα γι’ αύτόν; Γι αύτό τό λόγο κλειδώνεσαι στό γραφείο, κανένας νά μή σ’ ένοχλήσει, τό άφεντικό είναι άπασχολημένο -μόνο καί μόνο γιά νά μπορείς νά γράφεις ψεύτικα γράμματα στή Ρωσία. Εύτυχώς όμως, κανένας δέ θά μάθει στόν πατέρα νά μπορεί νά ψυχολογεί τό γιό. Καί τώρα πίστεψες μέ τά σωστά σου πώς τόν έχεις στό χέρι σου, ναί, τόν έχεις γιά καλά στό χέρι σου, πού μπορείς νά τόν καβαλικέψεις, κι αύτός νά μή μπορεί νά κουνηθεί καί γιαυτό, πού λέτε, ό κύριος γιος μου αποφάσισε νά παντρευτεί».
'Ο Γκέοργκ αντίκρισε τόν πατέρα του σά νά ’ταν σκιάχτρο. Ό φίλος του στην Πετρούπολη πού τώρα ξαφνικά φάνηκε πώς ό πατέρας τόν γνώριζε πολύ καλά, κυριάρχησε μέσα του όσο ποτέ άλλοτε. Τόν έβλεπε χαμένο μέσα στην απέραντη Ρωσία, στην πόρτα τοϋ άδειανού, ερειπωμένου μαγαζιού του, άνάμεσα στά ρημαγμένα ράφια, τά χαλασμένα έμπορεύματα, στίς πεσμένες λάμπες γκαζιού νά στέκεται ακόμα όρθιος. Γιατί, αλήθεια, έφυγε τόσο μακριά!
«Κοίταξέ με όμως!» φώναξε ό πατέρας κι ό Γκέοργκ έτρεξε σχεδόν άφηρημένος πρός τό κρεβάτι, γιά νά τά δει όλα, καρφώθηκε όμως στη μέση τού δρόμου.
«Γιατί σήκωσε τά φουστάνια» άρχισε νά μιλά συριχτά ό πατέρας, «γιατί έτσι άκριβώς σήκωσε τά φουστάνια, ή παλιοβρόμα», καί γιά νά τό παραστήσει καλά σήκωσε τόσο ψηλά τό πουκάμισο, ώστε μπορούσες νά δεις τήν ουλή πού είχε στό μηρό του πρός τά πάνω από τά χρόνια τού πολέμου, «γιατί σήκωσε λοιπόν τά φουστάνια της έτσι, νά έτσι, γι αυτό στριμώχτηκες κοντά της, καί γιά νά ευχαριστιέσαι μαζί της χωρίς καμιά ενόχληση, ατίμασες τή μνήμη τής μητέρας, πρόδωσες τό φίλο σου κι έχωσες τόν πατέρα σου στό κρεβάτι ώστε νά μή μπορεί νά κουνηθεί. Κι όμως, μπορεί νά κουνηθεί ή όχι;» Σηκώθηκε λεύτερος καί χτυπούσε μέ τά πόδια του.
Ό Γκέοργκ στεκόταν σέ μιά γωνιά, όσο ήταν δυνατό πιό μακριά άπό τόν πατέρα του. Πρίν κάμποση ώρα είχε άποφασίσει νά τά παρατηρεί όλα καλά, γιά νά μήν παραξενευτεί άπό κάτι τό αναπάντεχο. "Αρχισε τώρα νά θυμάται ξανά τή λησμονημένη αυτή άπόφαση καί τήν είχε ξεχάσει, όπως τραβά κανείς μιά μικρή κλωστή άπό τήν τρύπα μιας βελόνας.
«Κι όμως! Ό φίλος δέν προδόθηκε!» φώναξε ό πατέρας κι ό δείκτης τού χεριού του μέ κινήσεις πάνω κάτω τό βεβαίωνε γιά καλά. «’Ήμουν ό αντιπρόσωπός του σ’ αυτό τόν τόπο».
«Θεατρίνε!» φώναξε ό Γκέοργκ μή μπορώντας νά κρατηθεί. Αμέσως ώστόσο ένιωσε τό.σφάλμα του καί δάγκωσε -όμως ήταν πολύ αργά- τή γλώσσα του, τόσο δυνατά πού έλιωσε στόν πόνο, ένώ τά μάτια του ήταν κοκαλωμένα.
«Καί βέβαια, έπαιξα κωμωδία! Κωμωδία! Καλή λέξη! Ποιά άλλη παρηγοριά έμεινε στό χήρο πατέρα; Λέγε -κι άς πάρουμε γιά άπάντηση ότι ήσουν εσύ ό γιος μου- τί άπόμεινε σέ μένα, στό σκοτεινό δωμάτιο, καταδιωγμένο άπό άπιστους υπάλληλους, γερασμένο μέχρι τό κόκαλο; Κι ό γιός μου τριγύριζε στόν κόσμο μέ χαρούμενους άλαλαγμούς, έκλεινε δουλειές πού είχα προετοιμάσει, χοροπηδούσε άπό ευχαρίστηση κι έπαιρνε ύφος σπουδαίου άνθρώπου μπροστά στόν πατέρα του! Μά, πιστεύεις, θά μπορούσα νά μή σ’ αγαπήσω, σένα, πού βγήκες άπό τά σπλάχνα μου;»
Τώρα θά γείρει, σκέφτηκε ό Γκέοργκ. Μακάρι νά πεφτε καί νά κομματιαζόταν! Αύτή ή λέξη σφύριζε μέσα στό κεφάλι του.
Ό πατέρας έγειρε, μά δέν έπεσε. Κι αφού ό Γκέοργκ δέν πλησίασε, όπως περίμενε, σηκώθηκε ξανά.
«Μείνε έκεί πού είσαι, δέ σέ χρειάζομαι! Νομίζεις πώς έχεις τή δύναμη νά πλησιάσεις, καί συγκρατιέσαι, γιατί έτσι τό θέλεις. Πλανιέσαι όμως! Είμαι άκόμα ό πολύ πιό δυνατός. Ίσως μόνος μου νά είχα λυγίσει, ή μητέρα όμως μου άφησε τή δύναμή της, μέ τό φίλο σου συνδέομαι θαυμάσια καί τήν πελατεία σου τήν έχω έδώ, στήν τσέπη!»
«’Ακόμα καί στό πουκάμισό του έχει τσέπες!» άναλογίστηκε ό Γκέοργκ καί πίστεψε μέ τά λόγια αυτά πώς θά μπορούσε νά τόν αχρηστέψει μπροστά σ’ όλο τόν κόσμο. Ώστόσο, μόνο μιά στιγμή έκανε τή σκέψη αύτή, γιατί διαρκώς ξεχνούσε τά πάντα.
«Γιά έλα κρεμασμένος στήν αρραβωνιαστικιά σου! Καί τότε θά δεις πώς θά τήν ξεπαστρέψω άπό τό πλευρό σου, δέν ξέρεις πώς!»
Ό Γκέοργκ έκανε κάποιο μορφασμό σά νά μήν πίστευε. Ό πατέρας έσκυψε μόνο στή μεριά τού Γκέοργκ, ύπογραμμίζοντας έτσι τήν αλήθεια αυτών πού έλεγε.
«Πόσο με διασκέδασες άλήθεια σήμερα, σάν ήρθες καί μέ ρώτησες αν έπρεπε ν’ άναγγείλεις στό φίλο σου τούς άρραβώνες. Τά ξέρει όλα, ανόητε, τά ξέρει όλα! Του τά έγραψα όλα, γιατί ξέχασες νά μου στερήσεις τό χαρτί καί τό μολύβι. Γι αυτό δέν έρχεται τόσα χρόνια, τά ξέρει όλα, εκατό φορές καλύτερα κι από σένα τόν ίδιο, τά γράμματά σου τά τσαλακώνει άδιάβαστα στό άριστερό του χέρι, ένώ κρατά στό δεξί χέρι τά δικά μου γιά νά τά διαβάσει!»
Κούνησε τό χέρι του πάνω άπό τό κεφάλι μέ ενθουσιασμό. «Τά ξέρει όλα χίλιες φορές καλύτερα!» φώναξε.
«Δέκα χιλιάδες φορές!» είπε ό Γκέοργκ, γιά νά κοροϊδέψει τόν πατέρα του, άλλά άκόμα μέσα στό στόμα του οί λέξεις είχαν ένα νεκρωμένο τόνο.
«Χρόνια τώρα έχω τό νοΰ μου σέ σένα, νά 'ρθεις νά μου κάνεις αύτή τήν ερώτηση! Νομίζεις πώς μ’ ενδιαφέρει τίποτα άλλο; Νομίζεις πώς διαβάζω εφημερίδες; Νά!» Καί πέταξε στόν Γκέοργκ μιά εφημερίδα πού ήταν πάνω στό κρεβάτι. Ήταν μιά παλιά έφημερίδα μ’ ένα όλότελα άγνωστο γιά τόν Γκέοργκ όνομα.
«Πόσο άργησες νά ώριμάσεις! Ή μητέρα σου πέθανε, χωρίς νά άξιωθεϊ νά δει τή χαρμόσυνη μέρα, ό φίλος καταστρέφεται στή Ρωσία, έδώ καί τρία χρόνια είχε ένα κιτρινιάρικο χρώμα σάν πεθαμένος, βλέπεις κι έγώ σέ ποιά κατάσταση βρίσκομαι. Νομίζω πώς έχεις μάτια».
«Ώστε μέ κατασκόπευες!» φώναξε ό Γκέοργκ.
Ό πατέρας, θέλοντας νά τόν λυπηθεί γι’ αυτό, πρόσθεσε άκόμα: «Έπρεπε νά τό πεις νωρίτερα. Τώρα είναι άχρηστο». Καί πιό δυνατά: «Τώρα ξέρεις τί υπάρχει έξω άπό τόν έάυτό σου, μέχρι σήμερα ήξερες μόνο τόν εαυτό σου! Ήσουν βέβαια ένα άθώο παιδί, ήσουν όμως όπωσδήποτε κι ένας διαβολικός άνθρωπος! Γι αυτό μάθε το: σέ καταδικάζω τώρα σέ θάνατο, νά πνιγείς!»
illustration-by-boris-pelcerΌ Γκέοργκ ένιωσε διωγμένος άπό τό δωμάτιο- τό χτύπο πού έκανε ό πατέρας του καθώς σωριάστηκε στό κρεβάτι, τόν είχε άκόμα στ’ άφτιά του όταν έφυγε. Στή σκάλα πού τήν κατέβαινε σά νά ’ταν ίσιος δρόμος, κατατρόμαξε τήν υπηρέτρια του πού εκείνη τή στιγμή ανέβαινε γιά νά σκουπίσει τό σπίτι. «Χριστέ μου!» φώναξε καί σκέπασε τό πρόσωπο μέ τήν ποδιά, αύτός όμως χάθηκε άπό μπροστά της. Πέρασε τήν πύλη πηδώντας κι όρμησε πάνω στή γέφυρα, στό νερό. 'Ήδη έπιανε σφιχτά τό κιγκλίδωμα, όπως ό πεινασμένος τήν τροφή. Ύψωσε πρός τά πάνω τό κορμί του πού τό ’χε καλογυμνασμένο· γιά τό λόγο αύτό, μικρό παιδί ήταν τό καμάρι τών γονιών του. Κρατιόταν λίγη ώρα μέ τά χέρια πού όλοένα έχαναν τίς δυνάμεις τους· άπό τις σιδερόβεργες παρατηρούσε ένα λεωφορείο πού μέ τό πέρασμά του θά σκέπαζε εύκολα τό θόρυβο άπό τό πέσιμό του. Πέφτοντας σιγοφώναξε: «’Αγαπημένοι μου γονείς, κι όμως πάντοτε σας άγαποΰσα».
Εκείνη τή στιγμή ή κυκλοφορία πάνω στή γέφυρα ήταν άφάνταστα μεγάλη.
--------------

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...