Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Οι λογοτέχνες μάς ταξιδεύουν

1. Βασίλης Μπούτος, «Λίθινη μνήμη»

Ο Πηνειός Ποταμός





Πρωτοβγαίνοντας στη ζωή, είδα τον κονιαροπατημένο Κίσαβο και τον αγέρωχο Όλυμπο -χωρίς τους θεούς του- να με υποδέχονται σαν να ’ταν οι πρώτοι συγγενείς μου. Δίπλα η Λάρισα, ξαπλωμένη ράθυμα όπως ο κάμπος, που απλωνόταν μέχρι που χανόταν το μάτι, σκέπαζε το σώμα
της με τις ομίχλες του Μαρτίου. Τα νερά του Πηνειού, όχι αργυρά, σύμφωνα με τη λυρική διάθεση του αρχαίου ποιητή, αλλά θολά από τις βροχές και τα λιωμένα χιόνια διασχίζοντας την κοιλάδα των Τεμπών –μια ασπρόμαυρη λιθογραφία του 18ου αιώνα– με έβγαλαν στο Αιγαίο, όπου ανάσανα την υγρασία της μακεδονικής ενδοχώρας ευγνωμονώντας την καλή γειτονιά.

2. Κώστας Ακρίβος, «Βόλος ή πλους αεροστάτου»

Αλλά μέχρι να έρθει μια τέτοια μέρα, εκείνο που μ’ ευχαριστεί είναι να περπατώ, μόνος ή με δικούς μου ανθρώπους, στη συνοικία των «Πα-
Το λιμάνι του Βόλου
λιών». Να επινοώ ιστορίες μπρος σε ερειπωμένα αρχοντικά, να σκύβω πάνω από τις τομές της αρχαιολογικής υπηρεσίας, να βολτάρω με ψιλόβροχο στο στενό όπου γυρίστηκαν σκηνές από τον «Θίασο», ν’ ανεβαίνω στο λόφο και να στρέφω τα μάτια πότε προς το κεραμοποιείο του Τσαλαπάτα και πότε χαμηλά στο καρνάγιο, εκεί όπου ο Δημήτρης Χατζής τοποθετούσε τα «ταμπάκικα του Βόλου». Με λίγα λόγια, να βολοδέρνομαι με μνήμες και με ανέφικτες επιθυμίες.

3. Ορέστης Αλεξάκης, «Εικόνες μιας άλλης μνήμης»
Αυτή, λοιπόν, η εικόνα της κεραμόσκεπης Κέρκυρας κυριαρχεί πάνω σ’ όλες τις άλλες που διασώζει η μνήμη μου. Και δεν είναι μια εικόνα φωτεινή και ηλιόλουστη, αλλά μουντή, βροχερή και πολλές φορές ομιχλώδης. Τα χρόνια εκείνα οι βροχές στο νησί μας διαρκούσαν μέρες πολλές. Τα βρεγμένα πλακόστρωτα και οι ανοιγμένες ομπρέλες

Η πόλη της Κέρκυρας από τη θάλασσα
είναι κάποιες άλλες παραπληρωματικές εικόνες εντυπωμένες στο μυαλό μου. Αυτή η Κέρκυρα της βροχής ασκούσε πάντοτε μέσα μου μιαν απερίγραπτη γοητεία. Ακόμη πιο πολύ στα χρόνια της εφηβείας μου, ίσως γιατί τότε ανακάλυπτα τους ποιητές του Μεσοπολέμου. Αλλά και
σήμερα ακόμη μια τέτοια Κέρκυρα αναπολώ. Μουντή, με βρεγμένες στέγες και νοτισμένα πλακόστρωτα. Η βροχή και η ομίχλη στο Λιστόν ή στο πάρκο της Πάνω Πλατείας είναι μια άλλη εικόνα που συντηρώ. Απόγευμα με ψιλόβροχο στα Μουράγια, μια άλλη. Τον περίπατο στη Γαρίτσα μου αρέσει να τον θυμάμαι δαρμένο απ’ τα κύματα.

4. Διαμαντής Αξιώτης, «Ανωνύμου Εταιρίας καπνών και πέραν θαλάσσης»
Θα σε υποδεχθώ από την πλευρά της θάλασσας. Να σου δείξω την πόλη μου, ριζωμένη επάνω στον κεκλιμένο βράχο από γρανίτη, σε σχήμα αμυγδάλου ή κεφαλής αλόγου, κατά τη ρήση των παλαιών περιηγητών. Όταν ξεπέζευαν εδώ, διακόπτοντας την καβάλλα του ταξιδιού τους, για να ξεδιψάσουν και να καταλύσουν στα εκτός των τειχών χάνια, πριν συνεχίσουν την πορεία τους προς Ανατολάς. Έτσι ονομάτισαν Καβάλλα, χάριν της μεταξύ τους συνεννοήσεως, τον περίκλειστο αυτόν τόπο, αγνοώντας την αρχαία πόλη Σκάβαλα, που τα ερείπιά της κείτονται ακόμη σκεπασμένα στα βορινά υψώματα. Στο μακρό τείχος


Η  Καβάλα την ώρα του δειλινού
των Βυζαντινών, εμφανείς οι προσθήκες των Ενετών και οι πέτρες των Τούρκων. Έκλεισαν μέσα τους το Ιερό της Παρθένου, το κονάκι και το
Στην Καβάλα γεννήθηκε ο Μωχά-
μετ Άλη. Δώρισε στην πόλη το Ιμα-
ρέτ, ίδρυμα με πτωχοκομείο, βι-
βλιοθήκη, ιεροδιδασκαλείο κ.ά.
Ιμαρέτ του Μουχαμάντ Αλί πασά, την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Να σου χαράξω το δρόμο των Φράγκων, των Λομβαρδών, των Ενετών και των κουρσάρων. Οι Σέρβοι, κι αργότερα οι Βούλγαροι, ήρθαν από
το Βορρά. Οι Τούρκοι από την Ανατολή. Οι Θάσιοι κατακτητές των μεταλλείων του Παγγαίου και του χρυσού της Σκαπτής Ύλης, αναγκαστικά από το Νότο.

5. Θεόδωρος Γρηγοριάδης, «Το πέρασμα στις Σέρρες»
H πόλη των Σερρών


Χωριά, συνοικίες και πόλη σχηματίζουν μια αδιάσπαστη ενότητα, μια εύφορη πεδιάδα. Αγροτικά μερίσματα στην πόλη, μικροαστικά εξοχικά στα χωριά. Ολόγυρα η απεραντοσύνη του κάμπου σου δίνει την αίσθηση ότι η πόλη απλώνεται παντού, ενώ στην πραγματικότητα στριμώχνεται στα στενά με τις παράταιρες πολυκατοικίες. Όμορφη

ανάσα οι γειτονιές γύρω από την Ακρόπολη, βαθιά ανάσα το ανέβασμα στο λόφο της Ακρόπολης μια μέρα με φως.
«Το ίδιο φως στον καθαρό ήλιο. Πρασινάδες, νερά, πλατιά φεγγερά φύλλα καθώς ξυπνάς από τη ζάλη», γράφει ο Στρατής Δούκας που έζησε για λίγο στην πόλη. Τελικά ο καλύτερος τρόπος για να
γνωρίσεις μια πόλη είναι να ’σαι περαστικός ή επισκέπτης. Ακόμη και να κατάγεσαι από κει, πρέπει
να τη ζεις με τη ματιά του οδοιπόρου.

6. Μανόλης Ξεξάκης, «Γενέθλιος τόπος μέσα στο χρόνο»
Η παραλία μπροστά μας, που τώρα είναι γεμάτη ομπρέλες και πολυθρόνες, τότε ήταν γεμάτη κρινάκια, αυτά τα γνωστά Pancratium maritimum των νησιών, που τα βλέπουμε και δίπλα στον περίφημο Πρίγκηπα των κρίνων της Κνωσού στο Μουσείο του Ηρακλείου, σχεδιασμένα ίσως τρεις χιλιετίες πριν από μας. Τις νύχτες του χειμώνα ήταν απίστευτος ο μπουργαρές της φουρτουνιασμένης θάλασσας, που ξέσπαγε αφρισμένη σ’ αυτή την απέραντη αμμουδιά. Μια ακοίμητη ογκώδης οχλοβοή έμοιαζε να έρχεται από παντού. Και μαζί το νυχτοβρόχι και ο βοριάς που βίτσιζαν τα ξύλινα κουφώματα του σπιτιού. Όμως αν ο χειμώνας έχει αυτές τις ασέληνες ταραγμένες νύχτες, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου είναι μια ατελείωτη λιακάδα που διαρκώς χρωματίζει την πόλη. Πρέπει να πω ότι στο Ρέθυμνο με μαγεύει το φως. Δεν μιλώ μόνο για τη μεγάλη ηλιοφάνεια, αλλά και για την ποιότητα αυτού του μανδύα που λαμπρύνει την πόλη. Ακόμα και το προχωρημένο φθινόπωρο, που επιτέλους αρχίζει να βρέχει και πρασινίζει ο τόπος, αυτό το φως απογειώνει όλα τα χρώματα κοντά στα νέφη της διαφάνειας. Οι ξινίδες στις άκρες των δρόμων, όπου έχει μείνει χώμα, είναι μια απίστευτη λιτανεία από χαρούμενα ράμφη πράσινου μέσα στο άπλετο φως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...