Από το βιβλίο «χιουμοριστική ανθολογία» τόμος 3ος εκδόσεις Δρακόπουλος
πηγή: http://antikleidi.com/
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στις 28 Απριλίου 1882 σ’ ένα μικρό ωραίο χωριό του Καλβαντός, στο Τορτιζαμπέρ. Όταν φεύγοντας απ’ το Λιβαρό πηγαίνουμε προς το Τροάρν, βλέπουμε το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας του προς τα αριστερά μας.
Οι γονείς μου ήταν έμποροι αποικιακών προϊόντων, έκαναν δηλαδή μια δουλειά πού τούς άφηνε γύρω στις 5000 φράγκα κέρδος το χρόνο. Ή οικογένεια μας ήταν πολυάριθμη. ’Από τον πρώτο της γάμο ή μητέρα μου είχε δυο παιδιά, ενώ με τον πατέρα μου είχε αποκτήσει ένα γιό και τέσσερα κορίτσια. Ό πατέρας μου είχε τη μητέρα του,' ή μητέρα μου είχε τον πατέρα της και επί πλέον έμενε μαζί μας ένας θείος κωφάλαλος.
Και όμως μέσα σε μια μέρα, χάρις σ’ ένα πιάτο μανιτάρια έμεινα μόνος στον κόσμο.
’Εκείνη την ημέρα είχα κλέψει ένα πενηνταράκι από το συρτάρι πού συνήθιζαν οι δικοί μου να βάζουν τα ψιλά, για να αγοράσω βόλους. Ό πατέρας μου κόκκινος από το θυμό του μου φώναξε :
—Επειδή έκλεψες, δε θα φας σήμερα μανιτάρια.
"Αχ αυτά τα Θανατηφόρα μανιτάρια, πού τα είχε μαζέψει ο κωφάλαλος Θείος μου. ’Εκείνο το βράδυ υπήρχαν στο σπίτι μου έντεκα νεκροί.
Όποιος δεν έχει ίδει έντεκα πτώματα ταυτοχρόνως, δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει αυτό το θέαμα.
Να μιλήσω για τη λύπη πού ένιωσα;
Ας πούμε καλλίτερα την αλήθεια. ’Ήμουν τότε μόνο δώδεκα χρόνων και δεν πήρα το πράγμα πολύ βαριά. "Άλλωστε μπορεί να κλάψει κανείς για τον πατέρα του ή για τον αδελφό του, αλλά πώς να μπορέσει να κλάψει για , έντεκα πρόσωπα. Δεν ξέρει για πιο πρόσωπο να πονέσει. Υπάρχει ένα είδος αμηχανίας εκλογής. Ό πόνος μου πηγαίνοντας πότε προς το ένα πρόσωπο και πότε προς το άλλο εξατμιζότανε τελικά.
Ό γιατρός Λαβινιό, πού τον φώναξα τ’ απόγευμα, προσέφερε επί ώρες και ώρες τις πολύτιμες υπηρεσίες του στους αρρώστους. Πολύτιμες μα αλλοίμονο και άχρηστες. Ή οικογένεια μου χάθηκε μια για πάντα.
Ό εφημέριος Μ... πού γευμάτιζε εκείνη την ημέρα στο Μαρκήσιο ντε Μποβουάρ, έφτασε με την μοτοσυκλέτα του στις 4 το απόγευμα. Στις 5 όλο το χωριό είχε μαζευτεί στο σπίτι μας. Ό μπάρμπα-Ρουσώ, πού ήταν παράλυτος εδώ και είκοσι χρόνια, ήρθε πάνω στην πολυθρόνα του. "Αν και ήταν τυφλός επαναλάμβανε σπρώχνοντας τούς άλλους.
—Αφήστε με να δώ ! ’Αφήστε με να δώ !
Οι γείτονες πότε με έστελναν στο ένα δωμάτιο και πότε στο άλλο. Μη ξέροντας πια που να κρυφτώ, πήγα και χώθηκα φοβισμένος κάτω από ένα πάγκο του καταστήματος. Από κει άκουγα ποικίλα σχόλια των συγχωριανών μου.
Οι πρώτοι θάνατοι, όπως άλλωστε ήταν και φυσικό, δημιούργησαν μία απέραντη λύπη. Άλλα από τον τέταρτο θάνατο οι αναγγελίες τους άρχισαν να γίνονται με λίγα λόγια και αργότερα με τη λακωνική φράση:
«Ακόμα ένας» !
Και όλοι αυτοί οι κατάκοποι και καρτερικοί χωρικοί ξανάπαιρναν ζωή βλέποντας τόσους νεκρούς. Θα πίστευαν αναμφίβολα πώς από δώ και μπρος θα είχαν πολύ περισσότερο αέρα να αναπνέουν.
Από την κρύπτη μου άκουγα τούς πιο καταπληκτικούς διαλόγους.
— Και ή γιαγιά ;
—Δεν πέθανε ακόμα. Δεν αντέχει όμως περισσότερο από είκοσι λεπτά.
—Μένουν πολλοί ακόμα ;
—Περισσότεροι από τέσσερις.
Ό δολοφόνος θείος μου, ό κωφάλαλος, πέθανε τελευταίος μέσα σε τρομερούς πόνους
—Ποιος είναι αυτός πού φωνάζει τόσο δυνατά ;
—Είναι ο μουγγός, απαντούσαν.
Όταν κατά τις επτά ή ώρα είχαν πεθάνει όλοι, βγήκα από την κρύπτη μου και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με το γιατρό, πού κατακουρασμένος σκούπιζε το πρόσωπό του.
Μόλις με είδε με κοίταξε προσεκτικά, με αναγνώρισε και σα να μη πίστευε στα μάτια του μου είπε.
—Έ! Καλά... και συ ;
Και υπήρχε στη φωνή του μια απέραντη έκπληξη μαζί μ ένα τόνο μομφής.
Ύστερα πρόσθεσε '·
—Τί κάνεις εσύ εκεί ;
Και αυτό το «τί κάνεις εσύ εκεί ;» δεν σήμαινε «τί κάνεις εσύ κάτω απ’ τον πάγκο», όχι, σήμαινε «τί κάνεις εσύ πάνω στη γη ;» Πραγματικά με ποιό δικαίωμα δεν είχα πεθάνει όπως όλος ό κόσμος ;
—Δεν αισθάνεσαι άσχημα ;
—Όχι, καθόλου.
—Μα πως γίνεται αυτό ;
Και με κοίταζε σα να ήμουνα ένα περίεργο φαινόμενο ή μάλλον ένας διάβολος. Αυτό το αγόρι των δώδεκα χρόνων, πού έφαγε ατιμώρητα δηλητηριώδη μανιτάρια, πού μόνο αυτό ζούσε από όλους τούς δικούς του, αποκτούσε ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τί πεδίο επιστημονικών παρατηρήσεων ! Και όπως μου φαινότανε πώς με παρατηρούσε, μέσα στα σπλάχνα μου, ομολόγησα την αλήθεια.
—Δεν έφαγα μανιτάρια.
—Γιατί;
Κι αυτό το «γιατί» πού τόπε πολύ γρήγορα, ήταν απίθανο κι ορκίζομαι πώς είχε ένα τόνο επιτιμητικό.
Και όπως επαναλάμβανε: «Γιατί; Γιατί ;» προτίμησα να τα ομολογήσω όλα. ’Αφηγήθηκα το έγκλημά μου και ανέφερα το είδος της τιμωρίας μου.
Ή ιστορία γρήγορα διαδόθηκε στο χωριό και σάς αφήνω να μαντεύσετε τί είδους σχόλια δημιούργησε.
Την ημέρα της κηδείας ακλουθώντας αυτά τα έντεκα φέρετρα, με το κεφάλι χάμω και τα μάτια ξερά, διερωτόμουνα εάν το γεγονός ότι είχα σωθεί ως εκ θαύματος, δεν με έκανε κάπως υπεύθυνο για όλους αυτούς τούς θανάτους, την ώρα μάλιστα πού άκουγα πίσω από την πλάτη μου να μουρμουρίζουν.
—Ξέρετε γιατί ό μικρός δεν πέθανε Γιατί έκλεψε.
Ναι, ζούσα γιατί είχα κλέψει. Από αυτό έβγαινε το συμπέρασμα ότι οι άλλοι είχαν πεθάνει γιατί ήταν τίμιοι... Και κείνο το βράδυ, την ώρα πού είχα πέσει στο κρεβάτι μου μόνος μέσα σ’ ένα έρημο σπίτι, απέκτησα για τη δικαιοσύνη και για την κλεψιά μια γνώμη, πού ίσως είναι παράδοξη, αλλά πού σαράντα χρόνια ζωής δεν στάθηκαν ικανά να μου την αλλάξουν.
***********************
Σασά Γκιτρύ
Γεννήθηκε το 1885 και πέθανε το 1957- Ήταν γιος του διάσημου ηθοποιού Λουσιέν Γκιτρύ. Το σπινθηροβόλο γαλλικό πνεύμα διαπνέει ολόκληρο το έργο του. ’Έγραψε πολλά διηγήματα και θεατρικά έργα πού είναι παγκοσμίως γνωστά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου