πηγή: http://antikleidi.com
«Σεβαστή μου. Αμέλησα να σου γράψω για μεγάλο διάστημα. Πώς είσαι αδερφή μου; Το Κίι θα πρέπει να ΄ναι κι αυτό ετούτη την εποχή μάλλον κρύο. Εδώ κάθε μέρα το θερμόμετρο πέφτει πάνω από εικοσιπέντε βαθμούς υπό το μηδέν και τα παράθυρα των σπιτιών είναι θολά από την πάχνη. Η υγεία μου είναι καλή, μόνο τα χέρια μου έχουν σκάσει και τα πόδια μου είναι πληγιασμένα σε σημείο που να μου είναι δύσκολο ακόμη και να περπατάω. Φυσικό δεν είναι; Ξυπνάω και ετοιμάζω σούπα μίσο, γιατί το πρόγευμα είναι στις έξι περίπου. Όταν τελειώσει το πρόγευμα, μαζεύω και πλένω τα πιάτα με παγωμένο νερό. Το σχολείο αρχίζει στις εννιά, αλλά εγώ κάθε μέρα μέχρι τις οκτώ ασχολούμαι με τις δουλειές του σπιτιού. Το πιο δύσκολο απ' όλα είναι να καθαρίζω το σπίτι μέσα έξω καθώς και την τουαλέτα. Και γι' αυτά βέβαια πρέπει να χρησιμοποιώ κρύο νερό.
Το σχολείο τελειώνει άλλοτε στις δυόμιση κι άλλοτε στις τρεις κι αν δεν έχω γυρίσει μέχρι τις τρεις, όταν τελειώνει στις δυόμισι ή στις τρεισήμισι, όταν τελειώνει τρεις, ακούω φωνές στο βραδινό τραπέζι. Με του που γυρνάω πρέπει αρχικά να κάνω καθαριότητα και ύστερα να κόψω τα ξύλα σε λεπτά κομμάτια για την πρωινή φωτιά της επόμενης. Είναι φορές που το χιόνι στροβιλίζεται απ' τον αέρα και δεν βλέπω ούτε μια σπιθαμή πέρα απ' τη μύτη μου. Τα χέρια μου είναι ξυλιασμένα και τα πόδια μου τόσο κρύα που πονάνε. Σα να μην έφταναν αυτά, το χιόνι τρυπώνει στο κορμί μου απ' τον γιακά. Όταν βλέπω το φρέσκο αίμα να τρέχει απ' τα σκασίματα στα χέρια μου, άθελά μου, δάκρυα τρέχουν απ' τα μάτια μου. Όταν τελειώσω απ' αυτές τις δουλειές , πρέπει να αρχίσω να ετοιμάζω το βραδινό φαγητό. Το δείπνο τελειώνει γύρω στις πέντε και μετά πρέπει πάλι να συμμαζέψω και ύστερα να φροντίσω τον Σαμπούρο μέχρι να κοιμηθεί, έτσι δεν μου μένει στιγμή για διάβασμα.
Ύστερα τις Κυριακές πρέπει να πλύνω πουκάμισα , παντελόνια και ότι ρούχα έχω, και καμιά φορά και τα τάμπι του πατέρα και της μητέρας, ακόμα και τα γάντια, όλα με κρύο νερό κι, αν υπάρχει ακόμα χρόνος, αναλαμβάνω και τη φροντίδα του Σαμπύρο. Έτσι περνάνε όλες μου οι μέρες. Τα λεφτά για τις καθημερινές ανάγκες του σχολείου τα παίρνω με τα πολλά ύστερα από είκοσι κατσάδες. Επειδή όμως πάντα μου λείπουν διάφορα πράγματα με μαλώνουν και οι δάσκαλοι, και τώρα τελευταία οι βαθμοί μου έχουν πέσει και έχω την αίσθηση πως και η υγεία μου έχει εξασθενήσει.
Την πρωτοχρονιά φέτος κάθε μέρα, απ' το πρωί ως το βράδυ, έκανα μόνο δουλειές του σπιτιού. Οι γονείς έφαγαν ένα σωρό πράγματα της αρεσκείας τους, αλλά σε μένα το μόνο που έδωσαν στη διάρκεια των τριών ημερών της πρωτοχρονιάς ήταν ένα και μοναδικό μανταρίνι. Δεν χρειάζεται νομίζω να σου πω τίποτα άλλο. Κάτι συνέβη τη δεύτερη μέρα της πρωτοχρονιάς. Επειδή μου κάηκε λίγο το ρύζι έφαγα μια τόσο δυνατή στο κεφάλι που θα μπορούσε να είχε στραβώσει η μασιά. Ακόμα και τώρα εξαιτίας αυτού το κεφάλι μου συχνά με πονάει φρικτά.
Όταν κάθομαι και αναλογίζομαι πως, έξι χρονών, πριν πάρω καν χαμπάρι τι συμβαίνει , με άρπαξε αυτό το τέρας, ο πατέρας μου, από τα γόνατα του παππού και της γιαγιάς μου και μ έφερε σ αυτήν εδώ την παγωμένη Μαντζουρία, για να δεινοπαθήσω για τα επόμενα δέκα χρόνια, αναρωτιέμαι γιατί άραγε να γεννήθηκα τόσο κακότυχος; Κάθε μέρα τρώω ξύλο μ' ένα ραβδί απ' αυτά που δέρνουνε τα ζώα. Με χτυπάνε ακόμη και με μια μακριά πίπα ενώ δεν πιστεύω ότι έχω κάνει πια τίποτε τόσο κακό.
Όλα όσα σου λέει η μητέρα είναι αέρας κοπανιστός. Ύστερα όμως από κανένα μήνα αποφοιτώ απ' το σχολείο και θέλω πια ν' αφήσω αυτό το φρικαλέο σπίτι και να πάω στην Οσάκα να γίνω παιδί για θελήματα σε κανένα γραφείο την ημέρα και το βράδυ να μελετάω με όλη μου τη δύναμη σε κάποιο νυχτερινό σχολείο.
Κατσίν (Κάτσικο, μεγάλη μου αδερφή), σου εύχομαι να είσαι καλά. Δώσε την αγάπη μου στον παππού και τη γιαγιά στο Κούμανο.
Αντίο».
Όσο αυτός διαβάζει αυτό το γράμμα που απέσπασε δια της βίας απ΄την Κάτσικο, εκείνη κάθεται ακίνητη.
«Βάζουν και τα αγόρια να κάνουν τέτοια πράγματα;"
«Εγώ λέω πως ακόμη κι έναν άντρα να βάλουν να κάνει αυτά τα πράγματα είναι αδύνατον, φαίνεται όμως πως…»
«Να βάλουν ακόμα κι έναν άντρα να κάνει» επανέλαβε εκείνος τα ίδια της τα λόγια. Έβαλε σ αυτές τις λέξεις όλη του τη συμπάθεια.
«Ήταν κι η δική σου ζωή στη Μαντζουρία παρόμοια;»
«Η δική μου ήταν ακόμη χειρότερη».
Κατάλαβε για πρώτη φορά πως πρέπει να αισθανόταν η Κάτσικο όταν δεκατριών χρονών κορίτσι, ήρθε ολομόναχη από τη Μαντζουρία στο Κίι. Μέχρι τώρα είχα απλώς εκπλαγεί από την τόλμη της κοπέλας.
«Τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Θα βάλω τον αδερφό μου στο σχολείο. Ο κόσμος να χαλάσει θα βάλω τον μικρό μου αδερφό στο σχολείο».
«Τότε πρέπει να του στείλεις αμέσως λεφτά για το ταξίδι και να του μηνύσεις να έρθει».
«Τώρα δεν γίνεται. Ακόμα κι αν καταφέρει να φτάσει και να μπει στο τραίνο θα τον πιάσουν σε κάποιον σταθμό στη διαδρομή. Αν όχι , θα τον πιάσουν σίγουρα όταν επιβιβαστεί στο πλοίο. Μόλις ο αδερφός μου τελειώσει το σχολείο αυτή την άνοιξη, ο πατέρας έχει σκοπό να τον πουλήσει. Κι εγώ κάθε μέρα ζούσα με την απειλή του «θα σε πουλήσω! Θα σε πουλήσω». Σκέφτομαι να στείλω λεφτά εκεί που θα πουλήσουν τον αδερφό μου, να τον αγοράσω και να τον φέρω πίσω»
«Αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο. Αν τον πουλήσουν κάπου στη Μαντζουρία πως θα μάθεις που είναι και τι γίνεται ακριβώς;»
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Αν τον πιάσουν στο δρόμο και τον στείλουν πίσω, μπορεί ακόμα και να τον σκοτώσουν»
Η Κάτσικο χαμήλωσε τα μάτια της στο πάτωμα.
Η Κάτσικο ήταν η κοπέλα που εδώ κι έναν χρόνο στάθηκε δίπλα του και τον φρόντισε στην αρρώστια του. Εκείνος άρχισε να νοιώθει σιγά σιγά πως δεν μπορούσε να την αποχωριστεί. Ο κόσμος όμως άρχισε να λέει πως αν αυτός, ένας παντρεμένος, αφηνόταν να αγαπήσει την Κάτσικο περισσότερο απ' ότι την αγαπούσε ήδη, αυτό θα την οδηγούσε στη δυστυχία. Εκείνος όμως είχε πάρει τις αποφάσεις του, ακόμα κι αν αυτές θα την οδηγούσαν στη δυστυχία, μιας και δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Τότε ήταν που έφτασε το γράμμα του μικρού αδερφού. Το γράμμα του αδερφού τον έκανε να παγώσει. Μπορούσε ποτέ να επιφυλάξει ακόμα μια δυστυχία σ αυτό το κορίτσι, την Κάτσικο, που δραπέτευσε από μια παιδική ηλικία και μια καθημερινότητα ακόμη χειρότερη κι απ' αυτή του μικρού της αδελφού για να φτάσει με νύχια και με δόντια σ' ένα τόσο μακρινό μέρος; Τα αισθήματα του εδώ σταμάτησαν. Είχε όμως αρχίσει να αναρρώνει.
Αυτό ήταν. Θα πήγαινε μόνος του στη Μαντζουρία και θα άρπαζε τον μικρό αδερφό απ' τα χέρια της μητριάς του. Και ύστερα θα τον έβαζε να πάει σχολείο. Ήταν χαρούμενος. Αν αναλάμβανε τη φροντίδα του αδερφού της θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή με τη ζωή της Κάτσικο. Επιπλέον, ήταν χωρίς αμφιβολία μέσα στις δυνατότητές του να κάνει αυτό το νεαρό παιδί να ευτυχήσει. Αν μέσα στο διάστημα της ζωής του μπορούσε να κάνει έστω και ένα ανθρώπινο πλάσμα ευτυχισμένο, τότε θα ευτυχούσε και ο ίδιος.
Ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα γεννήθηκε το 1899 και αυτοκτόνησε το 1972. Σπούδασε Αγγλική και Ιαπωνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο και ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα το 1923, παράλληλα με τη συνεργασία του στο λογοτεχνικό περιοδικό Εποχή της Τέχνης. Η γραφή του είναι έντονα επηρεασμένη από τα μεσοπολεμικά λογοτεχνικά ρεύματα της Γαλλίας και ξεφεύγει από τις ως τότε καθιερωμένες λογοτεχνικές σχολές της πατρίδας του. Παρ' όλα αυτά, στα τελευταία έργα του εμφανίζονται έντονα στοιχεία της ιαπωνικής λογοτεχνίας του 15ου και 17ου αιώνα, αρμονικά δεμένα με το σύγχρονο τρόπο λογοτεχνικής έκφρασης. Μερικά από τα πιο σημαντικά έργα του είναι: Η χορεύτρια του Ιζού (1925), Η χώρα του χιονιού(1935-1947), Ο ήχος του βουνού (1949-1954), Χιλιάδες γερανοί (1959) κ.ά.
Ο Καουαμπάτα είναι ο πρώτος Ιάπωνας που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1968.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου