Ένα …αλλιώτικο ημερολόγιο
Ιανουάριος 1940
Μ’ αρέσει το χωριό που ζω.
Έχει πολλά παιδιά, που παίζουν μαζί μου. Μου είπε η μάνα μου ότι τώρα χρόνισα
και δεν πρέπει να ξεχνιέμαι στο παιχνίδι και κλοτσήσω κανένα παιδάκι. Θα του
κάνω, λέει, κακό. Άκου πράγματα! Εγώ να κάνω κακό σε παιδί! Θέλω να τους
ησυχάσω. Δεν μπορώ όμως να μιλώ σαν άνθρωπος. Τι κρίμα!
Φεβρουάριος 1940
Μ’ αρέσει το χωριό μου, τα
φύλλα της καλαμποκιάς κι η ελευθερία. Παίρνω αμπάριζα και τρέχω, πηδώ θάμνους,
πηδώ πέτρες […] Η ελευθερία! Σπουδαίο πράγμα στα αλήθεια. Γι’ αυτό αγρίεψα σαν
πήγαν να μου βάλουν σαμάρι. Κλότσησα, άφρισα. Τι τα θέλεις τούτα τα
καραγκιοζιλίκια ήθελα να πω στο αφεντικό. Η πλάτη μου είναι στρωτή, μπορείς να
κάτσεις πάνω της. Και τα χαλινάρια τι τα κάνεις; Είμαι υπάκουος και καταλαβαίνω
όταν μου λες να σταθώ, να ξεκινήσω, να στρίψω. Δεν μπορώ όμως να μιλώ σαν
άνθρωπος. Τι κρίμα! […]
Οκτώβριος 1940
Μ’ αρέσει το
χωριό μου, τα φύλλα της καλαμποκιάς , η ελευθερία και το παλικάρι που αρραβωνιάστηκε
τη Λενιώ. Μ’ αρέσει κι η Λενιώ. Πάντα μου βάζει φρέσκο νερό στον κουβά μου. […]
Μ’ αρέσει να πηγαίνω τα προικιά. Μου βάλανε χαϊμαλιά, χάντρες, κορδέλες στο
κεφάλι μου, μου πέταξαν κι ένα πολύχρωμο χράμι στη ράχη. […] Λαμπροστολίστηκα
και πάνω στην καλή βελουδένια σέλα μου ομορφοκάθισε η νυφούλα μας. «Να
πηγαίνεις σιγά σιγά να με καμαρώνει το χωριό», μου ψιθύρισε η Λενιώ. Πήγα να
της : «Μείνε ήσυχη κυρούλα μου. Στράτα, στρατούλα θα σε πάω». Δεν μπορώ να μιλώ
σαν άνθρωπος τι κρίμα!
Πρωί πρωί άκουσα το ραδιοφωνικό σταθμό
να παίζει δυνατά. Πήγα να βγω στην πλατεία να δω τι γίνεται, μα δεν πρόλαβα. Ο
καινούριος αφέντης, ο νιόγαμπρος, ήρθε κοντά μου: «Λεβέντη μου φεύγουμε.[…]
Κίτσο μου ξέρω πως αγαπάς το χωριό μας, μα τώρα θέλουνε να μας το πάρουνε. Ξέρω
πως αγαπάς τη λευτεριά. Τώρα θέλουνε να μας την πάρουνε. […] Πάμε για πόλεμο,
Κίτσο. Θα δούνε φριχτά πράγματα τα μάτια σου. Μπορεί και να μη γυρίσουμε εδώ
πίσω. Μπορεί και να μην ξαναδούμε τη Λενιώ. Μα δε γίνεται αλλιώτικα, Κίτσο. Την
αγαπάμε την πατρίδα μας. Θα ‘ρθεις και συ στον πόλεμο και τα αδέρφια σου. Θα
κάνουμε όλοι αυτό που πρέπει. Έτσι;»
Δάκρυσα. Γύρισα το κεφάλι μου. Αγκάλιασα με το βλέμμα μου τα σπίτια του
χωριού ένα ένα. Την εκκλησιά με το ρολόι. Τους φράχτες. Τα αυλάκια που πηδούσα.
Μυρίστηκα τον αέρα που γνώριζα καλά. Άκουσα τα τραγούδια που λένε οι γυναίκες
όταν πλένουν, όταν κάθονται στον αργαλειό.
Ήθελα να πω στον αφέντη
μου: «Ξέρω κι εγώ τι θα πει πατρίδα. Ξέρω τι θα πει λευτεριά. Θα παλέψουμε
παρέα, μη μας τα πάρουνε αυτά τα δύο». Δεν μπορώ όμως να μιλώ σαν άνθρωπος. Τι
κρίμα!
(Απόσπασμα απ’ το διήγημα
«Από το ημερολόγιο ενός μουλαριού» της Γαλάτειας Γρηγοριάδου- Σουρέλη, στη
συλλογή « Οι μάγοι της κασέτας», εκδόσεις Άγκυρα, 1991)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου