Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

«Η κοκκινοσκουφίτσα από την ανάποδη»


 
Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα όμορφο γκριζωπό λυκάκι που το έλεγαν Αγπάρ. Ο Αγπάρ ζούσε μαζί με την οικογένειά του σε μια ορεινή περιοχή καλυμμένη από ένα πανέμορφο πυκνό δάσος. Όταν έγινε έξι μηνών, η μητέρα του θέλησε να του δείξει ότι ήταν πια μεγάλο και μπορούσε να κυκλοφορεί άνετα μέσα στο δάσος. Έτσι λοιπόν του ετοίμασε ένα καλάθι γεμάτο με εκλεκτές λιχουδιές. Τα καλύτερα κομμάτια ενός κόκκινου ελαφιού, ένα μικρό ζαρκάδι, λίγο αγριογούρουνο και του είπε να πάρει το καλάθι και να το πάει στη γιαγιά του, στην κορυφή του βουνού. Είχε αρρωστήσει βαριά μ’ αυτό το χιονιά, η καημένη, και δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της.

 -Όμως πρόσεχε, Αγπάρ! του είπε η μαμά λύκαινα. Στο δάσος παραμονεύουν κακοί κυνηγοί, επικίνδυνες παγίδες κι η Κοκκινοσκουφίτσα με την οικογένειά της. Να έχεις το νου σου, λύκε μου! Να μη μιλήσεις σε κανέναν και να μη χασομερήσεις καθόλου στο δρόμο. Τ’ άκουσες αυτό;!

  Ο Αγπάρ είχε ακούσει για την κακία των κυνηγών απ’ τη μητέρα του. Τον παππού του τον σκότωσαν και τον είχαν κρεμάσει για μέρες από μια βελανιδιά. Ήξερε να ξεχωρίζει τα δόκανα, που βάζουν οι άνθρωποι στο δάσος, και να μην πέφτει σ’ αυτά. Αλλά για την Κοκκινοσκουφίτσα και την οικογένειά της δεν είχε ξανακούσει κάτι στη σύντομη ζωή του.

-Ποια είναι μητέρα η Κοκκινοσκουφίτσα; ρώτησε το μικρό λυκόπουλο.

-Η Κοκκινοσκουφίτσα με την οικογένειά της, Αγπάρ λύκε μου, έχουν εγκατασταθεί εδώ και λίγους μήνες στην καρδιά του δάσους και- όπως κατάλαβε η σοφή κουκουβάγια- σκοπεύουν να το εξαφανίσουν!

-Όμως γιατί να θέλουν να εξαφανίσουν το δάσος;! Γιατί να επιθυμούν να  βλάψουν ένα μικρό λυκάκι; ρώτησε ο Αγπάρ, γεμάτος απορία.

-Οι άνθρωποι είναι άγριοι μ’ εμάς Αγπάρ, είπε η μητέρα με θλιμμένο βλέμμα, ενώ περνούσε το καλάθι στο λαιμό του μικρού της. Του ευχήθηκε καλό δρόμο και έμεινε να τον κοιτά να απομακρύνεται από κοντά της.

   Η ώρα περνούσε κι ο Αγπάρ απολάμβανε τη βόλτα στο μεγάλο δάσος. Πρώτη φορά μόνος του και όλα του φαίνονταν καινούργια. Δοκίμαζε τις αισθήσεις του, τέντωνε τα αυτάκια του και αφουγκραζόταν την παραμικρή κίνηση από μέτρα μακριά. Δοκίμαζε την όσφρησή του και διαπίστωνε ότι δεν έπεφτε έξω. Αντιλαμβανόταν μικρά τρωκτικά, αλλά και μεγαλύτερα ζώα ακόμα κι αν βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση απ’ αυτά. Έπιασε μάλιστα ένα, δυο σκίουρους και τους έβαλε στο καλάθι που θα πήγαινε στη γιαγιά του. Ήθελε να της αποδείξει ότι μεγάλωσε και μπορούσε, πλέον, να κυνηγά κι ο ίδιος όπως οι γονείς και τα άλλα μέλη της αγέλης του.

     Καθώς προχωρούσε είδε κάτι που τον παραξένεψε. Ένα ωραιότατο φιλέτο ζαρκαδιού στη μέση ενός μονοπατιού. «Τι συμβαίνει εδώ;», σκέφτηκε το λυκάκι. Παράλληλα η όσφρησή του τον ειδοποιούσε ότι κάτι κακό συνέβαινε. Πλησίασε δισταχτικά το μεζέ, ενώ η μυτούλα του κουνιόταν διερευνητικά. «Χμ, κάτι μου βρωμάει εδώ», είπε μέσα του, ενώ ταυτόχρονα ήρθαν στο νου του τα λόγια της μητέρας του για τις παγίδες των ανθρώπων. Ο Αγπάρ προσπέρασε το κομμάτι του ζαρκαδιού και συνέχισε το δρόμο του. Χωρίς να το καταλάβει είχε μόλις προσπεράσει ένα δόλωμα με δηλητηριασμένο κρέας, για την εξόντωση των λύκων!
  Λίγα μέτρα πιο κάτω με την καταπληκτική του ακοή αντιλήφθηκε ότι κάτι  σάλευε πίσω από ένα θάμνο. Παρατήρησε προσεκτικά κι είδε ένα κοριτσάκι με κόκκινο σκούφο, κόκκινη κάπα και κόκκινες μπότες, να βγάζει απ’ το καλάθι του φιλέτα ζαρκαδιού και να τα σκορπάει στο δάσος.
-Πού πηγαίνεις τέτοια ώρα, μικρέ μου; τον ρώτησε το κορίτσι με αυστηρό ύφος. Τι γυρεύεις εδώ; Δεν ξέρεις ότι αυτή η έκταση ανήκει σ’ εμάς!
 -Πηγαίνω κάποια πράγματα στο σπίτι της γιαγιάς μου που είναι άρρωστη, απάντησε τρέμοντας από το φόβο του ο Αγπάρ.

-Να το ξέρεις καλά μικρέ και να το πεις και στα άλλα ζώα, ότι σε λίγο καιρό δε θα υπάρχει εδώ ούτε το σπίτι της γιαγιάς σου, ούτε το δικό σου, ούτε κανενός άλλου από εσάς. Ο πατέρας μου θα αξιοποιήσει την περιοχή και όλοι εσείς θα αναγκαστείτε να φύγετε ή να μείνετε στο πάρκο που θα φτιάξει, για να έρχονται οι επισκέπτες να σας φωτογραφίζουν. Θα ανταμώσεις τους ξυλοκόπους που έχουν πιάσει ήδη  δουλειά λίγα δέντρα πιο κάτω και θα καταλάβεις ότι δε λέω ψέματα.

   Ο Αγπάρ τα ‘χε χάσει. Πρώτη φορά ερχόταν αντιμέτωπος με άνθρωπο και έτρεμε από το φόβο του. Έπρεπε να τρέξει γρήγορα στην άλλη άκρη του δάσους, στην κορυφή του βουνού να ειδοποιήσει τη γιαγιά του και να επιστρέψει πριν τον βρει η νύχτα στο σπιτικό τους για να μεταφέρει τα τρομερά νέα σε όλη την αγέλη. Πραγματικά, η Κοκκινοσκουφίτσα δεν έλεγε ψέματα. Οι ξυλοκόποι με τα μηχανήματά τους δούλευαν πυρετωδώς κατατρώγοντας το πανέμορφο δάσος. Ένας κόμπος στάθη στο λαιμό του, αλλά δεν είχε χρόνο για χάσιμο.
   Σε λίγη ώρα ο Αγπάρ χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της γιαγιάς του. Καθώς κανείς δεν αποκρίθηκε, έσπρωξε την ξύλινη πόρτα και μπήκε μέσα. Αλίμονο! Το δόκανο που ήταν στημένο στο κέντρο του δωματίου είχε ακινητοποιήσει  το γέρικο ζώο, που με ένα ουρλιαχτό πόνου έσκιζε τη σιωπή του δειλινού και ζητούσε από τον εγγονό της να φύγει γρήγορα για να ειδοποιήσει την αγέλη και να σωθούν. Ο Αγπάρ ήθελε να κλάψει με λυγμούς, αλλά η αίσθηση ότι έπρεπε να σώσει τα άλλα μέλη της αγέλης τον έκαναν να ξαμοληθεί σε έναν αγώνα δρόμου μέσα στο πυκνό δάσος.

   Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν εξαντλημένος έφθασε στο σπιτικό τους και διηγήθηκε σ’ ολόκληρη την αγέλη τα συγκλονιστικά νέα. Το ίδιο κιόλας βράδυ, το ολόγιομο φεγγάρι συντρόφευε τον Αγπάρ και την αγέλη του στο ταξίδι τους, για την αναζήτηση ενός άλλου δάσους, μακριά από τους ανθρώπους…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...