William James Stillman, άποψη της Αθήνας, 1869. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη.
Στην αρχή, λίγη ιστορία για τα βασικά: Είναι κυρίαρχη η εντύπωση ότι σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, και σίγουρα μέχρι να ανακηρυχθεί πρωτεύουσα (το 1834), η Αθήνα ήταν ένα «χωριό». Ο κ. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών συγκαταλέγεται στους ιστορικούς που επιχείρησαν να ανασκευάσουν την ιστορική ανακρίβεια.
«Φτάνοντας με τον Λόρδο Βύρωνα στην Αθήνα το 1810 ο βαρόνος Hobhouse και ακούγοντας τον οδηγό τους να λέει "αφέντη, να η χώρα", νόμιζε ότι άκουσε "να το χωριό", αλλά "έκπληκτοι είδαμε σε μια πεδιάδα, σε μεγάλη από εμάς απόσταση, μια μεγάλη πόλη γύρω από ένα περίοπτο ύψωμα, πάνω στο οποίο μπορέσαμε να διακρίνουμε κάποια οικοδομήματα, και πέραν αυτής της πόλεως, τη θάλασσα"».
«Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Αθήνα όχι μόνο παρέμεινε πόλη, αλλά παρέμεινε σταθερά η μεγαλύτερη πόλη της Στερεάς Ελλάδας, ακολουθούμενη από τη Θήβα, τη Λιβαδειά, τη Λαμία, την Αταλάντη, τα Σάλωνα και, αργότερα, το Μεσολόγγι, ενώ παρουσίασε μια αισθητή γεωγραφική επέκταση, εκτός των μεσαιωνικών της ορίων. Έδρα Μητρόπολης καθώς και Οθωμανικού Καζά, ανέπτυξε την ειδίκευσή της σε μια σειρά από δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα, όπως η βιοτεχνία μεταξωτών υφασμάτων, η σαπωνοποιία και η βυρσοδεψία. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν, τον Οκτώβριο του 1833, συντάσσεται ο κατάλογος των προς απαλλοτρίωση κτιρίων, χάριν ανασκαφών, καταγράφονται 400 σπίτια, 7 φούρνοι και 103 εργαστήρια, μεταξύ των οποίων 2 ελαιοτριβεία και 2 σαπουντζίδικα, μόνο στην περιοχή την οριζόμενη από τις κατοπινές οδούς Ηφαίστου, Μητροπόλεως, Νίκης, Αμαλίας και Λυσικράτους, δηλαδή στο ήμισυ περίπου της παλαιάς πόλης. Επομένως, ο ακριβής αριθμός των κατοίκων της είναι δύσκολο να καθοριστεί, αλλά όλες οι ενδείξεις, εντούτοις, τείνουν προς έναν αριθμό της τάξεως των 10.000. Τον Οκτώβριο του 1824, επί φρουραρχίας Γκούρα, πραγματοποιήθηκε μια καταγραφή στην επαναστατημένη Αθήνα, σύμφωνα με την οποία στην πόλη υπήρχαν 9.040 κάτοικοι και 1.605 σπίτια, που κατανέμονταν σε 35 ενορίες. Την εποχή εκείνη η πράγματι μεγαλούπολη Θεσσαλονίκη είχε περί τις 60.000 κατοίκους, η δε Τρίπολη και η Πάτρα περί τις 15.000. Δεν τεκμηριώνεται συνεπώς ο αφορισμός ότι η Αθήνα "δεν ήταν από τις σημαντικότερες προεπαναστατικές πόλεις". Πολύ περισσότερο, δε, το να ονοματίσει κανείς έναν βαλκανικό οικισμό 10.000 κατοίκων των αρχών του 19ου αιώνα "χωριό" ή ακόμη και "κωμόπολη" συνιστά αναχρονιστική εφαρμογή μεταγενεστέρων κριτηρίων».
Η Επανάσταση φτάνει γρήγορα και στην Αθήνα και το 1821, αφού επικρατούν στην Κάτω Πόλη, καταλαμβάνουν τον Ιούνιο του 1822, ύστερα από πολιορκία ενός έτους, και την Ακρόπολη. Η πόλη θα μείνει ελεύθερη για πέντε χρόνια. Το 1827 ανακαταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Σημειώνονται πολλές καταστροφές, ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι την εγκαταλείπουν, κυρίως για τη Σαλαμίνα. Επιστρέφουν το 1830, με την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Τούρκοι αποχωρούν. Αυτό θα γίνει μετά τις 31 Μαρτίου του 1833, όταν ο βαυαρικός στρατός παραλαμβάνει το Φρούριο (της Ακρόπολης). Λίγο νωρίτερα, την 1η Μαρτίου, ο Ιάκωβος Ρίζος έχει παραλάβει ως αντιπρόσωπος της κυβέρνησης τη διοίκηση της Αθήνας. Οι Τούρκοι της Αθήνας άρχισαν να φεύγουν (πολλοί καταφεύγουν στην Εύβοια), πουλώντας τις περιουσίες τους σε νεοαφιχθέντες Έλληνες και ξένους. Γράφει ο Διονύσιος Σουρμελής: «Οι εντόπιοι, δε, Τούρκοι, αναχωρούντες εντεύθεν έχυνον πικρότατα δάκρυα, στερούμενοι της γεννησαμένης και θρεψάσης αυτούς γης. Εις εξ αυτών, σκύψας κατά γης εν Πειραιεί, κατεφίλησεν αυτής τρις, "γλυκυτάτη μου", λέγων. "Πατρίς, σε χάνω, χωρίς πλέον να σε ιδώ"». Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σημειώνει στο Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις: «Ήκουσα ότι οι Τούρκοι των Αθηνών ήσαν πολύ καλοί και φρόνιμοι άνθρωποι. Ωμίλουν ελληνιστί. Επονούσαν τον τόπον. Όσοι επέζησαν μετά την Ανεξαρτησίαν και ηναγκάσθησαν από τας προλήψεις της φυλής των να φύγουν, έχυσαν πύρινα δάκρυα. Επώλησαν πλείστα κτήματα αντί εκατοντάδων τινών γροσίων. Άλλοι τα άφησαν έρημα, διά να τα καταλάβουν οι ημέτεροι Αθηναίοι...».
Πέτρος Μωραΐτης, Πύλη του Αδριανού, 1870. Φωτογραφικά αρχεία Μουσείου Μπενάκη.
Αλλά σε ποια πόλη έφτασε ο βαυαρικός στρατός τον Μάρτιο του 1833; Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής κάνει λόγο για «ερείπια επί ερειπίων». «Προχωρήσαμε λίγο και μπήκαμε στην πόλη» γράφει ο Γάλλος ρομαντικός Λαμαρτίνος όταν επισκέφθηκε την Αθήνα τον Αύγουστο του 1832, «δηλαδή σ' έναν μπερδεμένο λαβύρινθο από στενοσόκακα στρωμένα με γκρεμισμένους τοίχους, σπασμένα κεραμίδια, πέτρες και μάρμαρα ριγμένα ανάκατα, ανεβοκατεβαίναμε από την αυλή ενός γκρεμισμένου σπιτιού στη σκάλα ή ακόμα και στη σκεπή κάποιου άλλου: κι ανάμεσα στα μικρά, άσπρα, ελεεινά χαμόσπιτα, ερείπια άλλων ερειπίων, μερικές βρώμικες και αποπνιχτικές υπόγειες τρώγλες όπου στοιβάζονταν οικογένειες Ελλήνων χωρικών». Παρόμοιες οι εντυπώσεις του αποσπασμένου στο εκστρατευτικό σώμα του Στρατηγού Maison, J.L. Lacour: «Η καρδιά σφίγγεται φτάνοντας στην Αθήνα. Νέα ερείπια καλύπτουν τα αρχαία, τα καταχωνιασμένα μέσα στη γη. [...] Στενά, σκοτεινά, λασπώδη, ακανόνιστα δρομάκια. Βρώμικα, καπνισμένα και δυσώδη μαγαζιά, με πραμάτειες που θα τις περιφρονούσαν ως και οι πλανόδιοι πωλητές στα χωριάτικα πανηγύρια μας, κι όλα αυτά περικυκλωμένα από ένα χονδροειδές τοιχίο, να τι έχει αντικαταστήσει το Ωδείο του Περικλέους, το Ελευσίνιο, το Λύκειο, τους Κήπους και τον Ναό της Αφροδίτης, τις Πύλες του Ερμού [...] και τα λοιπά μνημεία, των οποίων μόνον τα ονόματα έχουν απομείνει».
Αγνώστου φωτογράφου, Παύλος και Λέων Μελάς με τις συζύγους τους Ναταλία και Ανδρομάχη, 1890. Συλλογή Ναταλίας Ιωαννίδη.
H προεπαναστατική Αθήνα, σύμφωνα με τον Κώστα Η. Μπίρη στο κλασικό του έργο Αι Αθήναι (εκδόσεις Μέλισσα), δεν κάλυπτε ολόκληρη την περιτοιχισμένη έκταση. Από τα 1.163 στρέμματα μόνο τα 772 είχαν οικοδομηθεί: 1.500 σπίτια και 124 εκκλησίες. «Με την επιστροφή των παλαιών Αθηναίων και με τη συρροήν νέων κατοίκων», γράφει ο Κώστας Μπίρης, «αρχίζουν να ανασυγκροτούνται επάνω εις τα ερείπιά των αι συνοικίαι της πόλεως και να ανακύπτη νέα αστική ζωή και εμπορική κίνησις. Το κέντρον του εμπορίου και της βιοτεχνίας, χωρισμένον κατά διάφορους κλάδους, διεμορφώθη εις ευρείαν έκτασιν περί το Μεγάλο Μοναστήρι, το Μοναστηράκι σήμερον λεγόμενον».
William James Stillman, Ακρόπολη, 1869. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη.
Η αρχαία αίγλη της Αθήνας προσελκύει στην πόλη νέους κατοίκους. Ανάμεσά τους ο Σταμάτης Κλεάνθης, αρχιτέκτονας, απόφοιτος της Ακαδημίας του Βερολίνου, και ο συνάδελφός του Εδουάρδος Σάουμπερτ (και οι δύο μαθητές του σημαντικότερου ίσως Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel), που φτάνουν τον Νοέμβριο του 1831 με σκοπό να τοπογραφήσουν την πόλη και να συντάξουν αρχαιολογικό χάρτη-οδηγό για τους επισκέπτες της Αθήνας. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, κάτοικος Αίγινας, αγοράζει έκταση 24 περίπου στρεμμάτων κοντά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός (γι' αυτό αποκαλούμε την περιοχή «Μακρυγιάννη»). Ο Φαναριώτης ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Βόδας Σούτσος αγοράζει «πελώριον κτήμα» μεταξύ των σημερινών οδών Αχαρνών και Λιοσίων. Ο Χιώτης τραπεζίτης Αλέξανδρος Κοντόσταυλος χτίζει το 1832 μέσα σε μεγάλο κήπο στο βορειοανατολικό άκρο της πόλης οικία, τη θέση της οποίας θα πάρει το κτίριο της Παλαιάς Βουλής, Κολοκοτρώνη και Σταδίου.
Στο διάστημα από τη σύνταξη του Σχεδίου Κλεάνθη - Σάουμπερτ μέχρι την οριστική ρύθμιση του ζητήματος των Ανακτόρων, δηλαδή από το 1832 ως τον Ιανουάριο του 1836, αρκετοί σημαίνοντες παράγοντες της Νέας Αθήνας, κυρίως Φαναριώτες, θεωρώντας ότι τα Ανάκτορα θα κτίζονταν όπου προέβλεπαν τα δύο πρώτα σχέδια, δηλαδή στην Ομόνοια, ή έστω στον Κεραμεικό, έσπευσαν να αγοράσουν οικόπεδα και να κτίσουν στην ευρύτερη περιοχή Ομονοίας και περί τον άξονα της οδού Πειραιώς. Έτσι εξηγείται η σημαντική παρουσία (ακόμα και σήμερα) κατοικιών αξιώσεων κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου.
Στην πολεοδομική πρόταση των Κλεάνθη - Σάουμπερτ μπαίνουν οι βάσεις για την Αθήνα που ξέρουμε σήμερα. Η Νέα Πόλη περιλάμβανε το ήμισυ περίπου της Παλαιάς, ενώ εκτεινόταν και προς τα δυτικά, βόρεια και ανατολικά αυτής. Το υπόλοιπο ήμισυ της Παλαιάς Πόλης, το οριζόμενο από τις οδούς Ηφαίστου, Πανδρόσου και Αδριανού, όπως αναφέραμε προηγουμένως, προβλεπόταν να απαλλοτριωθεί χάριν αρχαιολογικών ανασκαφών. Αλλά και το διατηρούμενο τμήμα της Παλαιάς Πόλης διατηρούνταν μόνον ως γεωγραφική περιοχή και όχι ως δομημένος χώρος, αφού προβλεπόταν στο μεγαλύτερο μέρος του να τμηθεί από νέες οδούς και να χωριστεί σε κανονικά οικοδομικά τετράγωνα. Το σχήμα των κυρίων αξόνων ήταν ένα ισοσκελές τρίγωνο με κορυφή τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, σκέλη τις οδούς Πειραιώς και Σταδίου και βάση την οδό Ερμού. Ο όλος προσανατολισμός είχε ως στόχους τον Πειραιά, το Στάδιο και, κυρίως, την Ακρόπολη, στα πόδια της οποίας η πόλη απλωνόταν ως μια ανοικτή αγκαλιά. Στην κορυφή του τριγώνου προβλεπόταν η ανέγερση των Ανακτόρων: η γεωμετρική κορυφή και η κορυφή της κρατικής εξουσίας σε μια συμβολική σύμπτωση. Ο προσανατολισμός των σκελών δεν ήταν τυχαίος: «Συναντώνται», όπως σημειώνουν οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ στο υπόμνημά τους, «κατά τοιούτον τρόπον, ώστε ο εξώστης των βασιλικών ανακτόρων να απολαμβάνει ταυτοχρόνως του γραφικού Λυκαβηττού, του Παναθηναϊκού Σταδίου, της πλούσιας εις υπερήφανους αναμνήσεις Ακροπόλεως, και των πολεμικών και εμπορικών πλοίων του Πειραιώς» (Μπίρης 1938, σ. 16). Οι οδοί Πειραιώς και Σταδίου διακόπτονταν, συμμετρικά ως προς τα Ανάκτορα, από τις αντίστοιχες τετράγωνες πλατείες Μπόρσας (Χρηματιστηρίου) και Θεάτρου. Πρόκειται για τις σημερινές πλατείες Κουμουνδούρου και Κλαυθμώνος, οι οποίες πράγματι είναι συμμετρικές, κάτι που δεν το συνειδητοποιεί κανείς εύκολα μέσα στο σημερινό χάος της Αθήνας. Κατέληγαν δε –οι Πειραιώς και Σταδίου– σε δύο κυκλικές πλατείες-όρια της πόλης: η μεν πλατεία Κέκροπος στη μεγάλη διασταύρωση των προς δυσμάς παραδοσιακών υπεραστικών οδών της Παλαιάς Πόλης, όπου το σημερινό Γκάζι, η δε πλατεία Μουσών στην προς ανατολάς Πύλη των Μεσογείων, όπου η σημερινή πλατεία Συντάγματος.
Η εφαρμογή του σχεδίου συνάντησε τεράστια εμπόδια, καθώς αντέδρασαν ιδιοκτήτες, τα σπίτια των οποίων θα απαλλοτριώνονταν. «Ο πρώτος μεγάλος και ευθύς δρόμος που αποφασίστηκε να ανοιχτεί ήταν η οδός Αιόλου» γράφει στην Αθήνα στου Όθωνα τα χρόνια (εκδόσεις Καστανιώτη) ο γνωστός αθηναιογράφος Γιάννης Καιροφύλας. «Κατόπιν, θ' ανοιγόταν η οδός Αθηνάς. Έφταναν και οι δύο μέχρι την Ακρόπολη και θα διαμορφώνονταν μέχρι τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, γιατί από εκεί και πέρα εκείνα τα χρόνια ήταν χωράφια και ερημιές, στις οποίες δεν ήταν φρόνιμο να κυκλοφορεί κανείς χωρίς κάποια ιδιαίτερη προστασία, αφού μπορούσε να ληστευτεί από συμμορίες αγνώστων. Τα πράγματα, όμως, δεν εξελίχθηκαν ομαλά. Ήταν Σεπτέμβριος όταν πάρθηκε η απόφαση και με κάποια τελετουργική διαδικασία επιχειρήθηκε η διάνοιξη της οδού Αιόλου. Οι εργασίες σταμάτησαν σχεδόν από τις πρώτες μέρες, γιατί οι αντιδράσεις των Αθηναίων ήταν εντονότατες. Κανείς δεν είχε σκεφθεί ότι ερχόταν αμείλικτος ο χειμώνας και όσοι θα έμεναν άστεγοι δεν θα είχαν πού να περάσουν τις μέρες τους».
Ludwig Köllnberger, Ο πύργος με το ρολόι στο παζάρι, 1836. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Περιοχές που είναι σήμερα το κέντρο της πόλης, όπως η ίδια η Ομόνοια και όλη η βόρεια πλευρά της Πειραιώς, παρέμειναν σχεδόν έρημες ως τα 1870-1880.
|
Έτσι, κλήθηκε ο διάσημος τότε Βαυαρός αρχιτέκτονας Leo von Klenze, ο οποίος κατέληξε στην αναθεώρηση του αρχικού σχεδίου, μειώνοντας την έκταση του χώρου των ανασκαφών και περιορίζοντας τη χάραξη νέων δρόμων στην Παλιά Πόλη. Αλλαγές και επιμέρους τροποποιήσεις έγιναν και στο νέο σχέδιο, με σημαντικότερη την μεταφορά των Ανακτόρων από τον Βαυαρό Friedrich von Gaertner εκεί όπου τελικά χτίστηκαν, εκτός της Μεσογαίας Πύλης του τείχους, ανάμεσα στον Λυκαβηττό και στην Ακρόπολη.
Η νέα θέση των Ανακτόρων οδηγεί την οικοδομική δραστηριότητα εκτός της Παλιάς Πόλης και προς νέες κατευθύνσεις. Παρ' όλα αυτά, η Αθήνα άργησε να επεκταθεί στο σύνολο της προβλεπόμενης από τα σχέδια έκτασης, όπως σημειώνει ο κ. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης. «Πράγματι, επί δεκαετίες τα όριά της παρέμεναν ουσιαστικά εκείνα της Παλιάς Πόλης. Είναι ενδιαφέρον να συνειδητοποιήσουμε ότι περιοχές που είναι σήμερα το κέντρο της πόλης, όπως η ίδια η Ομόνοια και όλη η βόρεια πλευρά της Πειραιώς, παρέμειναν σχεδόν έρημες ως τα 1870-1880. Το 1855, λόγου χάριν, όχι μόνον η Ομόνοια ήταν ακόμα τελείως άκτιστη αλλά και γενικότερα όλη η περιοχή βορείως της Σοφοκλέους. Το 1840, όταν άρχισε να λειτουργεί το πρώτο αθηναϊκό θέατρο, βρισκόταν, όπως παρατηρούν οι αυτόπτες, "έξω από την Πόλη [...] στη γυμνή, περιτριγυρισμένη από τα βουνά πεδιάδα". Αυτό το "έξω από την Πόλη" αντιστοιχεί σήμερα στη μικρή πλατεία μεταξύ των οδών Μενάνδρου και Σωκράτους, πίσω από τη Λαχαναγορά, στο πολύβουο κέντρο της πόλης, όπου επιβιώνει ως ανάμνηση η οδός Θεάτρου. Το θέατρο παρέμενε στο άκρο της πόλης ακόμα το 1855. Το ίδιο ισχύει και για τους πρόποδες του Λυκαβηττού, καθώς και για μεγάλο μέρος της Νεάπολης. Το 1841 ο Hans Christian Andersen εντυπωσιάστηκε από το σπίτι του Αυστριακού πρέσβη, απομονωμένο στην "άκρη της πόλης", με θέα στην "πλατιά ερημιά και τα ψηλά βουνά". Το σπίτι αυτό βρίσκεται στην οδό Φειδίου, μεταξύ Πανεπιστημίου και Ακαδημίας, πίσω από το κινηματοθέατρο Rex».
Με την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα, δημιουργείται η ανάγκη για τα πρώτα δημόσια κτίρια. Τη δεκαετία του 1830 χτίζεται στην οδό Σταδίου το Βασιλικό Τυπογραφείο σε σχέδια του J. Hoffer (1834-1835), που σώζεται μέχρι σήμερα, αν και μεσολάβησαν σοβαρές μετατροπές, καθώς και το Νομισματοκοπείο στο προς τη Σταδίου άκρο της πλατείας Θεάτρου, δηλαδή της Κλαυθμώνος, το οποίο κτίστηκε το 1835, πιθανότατα σε σχέδια του Σάουμπερτ, και στέγασε αργότερα (1884) το υπουργείο Οικονομικών. Κατεδαφίστηκε το 1940. Αυτή την εποχή και μέσα στις επόμενες δεκαετίες χτίζονται ή μπαίνουν οι βάσεις για την ανέγερση πολύ σημαντικών κτιρίων: των Ανακτόρων σε σχέδια του Von Gaertner (1836-1843), του Δημοτικού Νοσοκομείου (1836-1858) στην οδό Ακαδημίας, που στεγάζει σήμερα το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, του Πανεπιστημίου, σε σχέδια του Christian Hansen (1839-1864), της οικίας Γενναδίου το 1845 στην οδό Ακαδημίας, όπου στεγάστηκε για λίγο η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (1846-1856) και αργότερα διάφορα σχολεία, όπως η Ιόνιος Σχολή και το Οικονομικό Γυμνάσιο, και η οποία κατεδαφίστηκε το 1980, και του Αρσακείου στην Πανεπιστημίου στην αρχική του μορφή από τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου (1846-1852).
Η «ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ»
Πέρασαν δεκαετίες για να αποκτήσει όψη ευρωπαϊκής πρωτεύουσας η Αθήνα. Το 1831 εμφανίστηκαν τα πρώτα δύο τροχοφόρα οχήματα, όταν ο Άγγλος ναύαρχος Μάλκολμ έφερε δύο δίτροχα κάρα από τη Μάλτα. Αργότερα, Βαυαροί αλλά και εύποροι Έλληνες έφεραν άμαξες. Στην πλατεία Μοναστηρακίου υπήρχε πιάτσα αμαξών και η αμοιβή της μεταφοράς ήταν αποτέλεσμα παζαριού.
Η ανάπτυξη της πρωτόγονης (τα πρώτα χρόνια) αγοράς ήταν γρήγορη. Γράφει ο Γιάννης Καιροφύλας ότι το 1837 οι κυρίες μπορούσαν να αγοράσουν καπέλα σαν εκείνα που διέθεταν τα καταστήματα στο Παρίσι. Η κυρία επί των τιμών Φον Νόρδενπφλυχτ έγραφε για τις Ελληνίδες ότι φορούσαν μεν ωραία φορέματα από πολύτιμα υφάσματα, αλλά ότι ήταν πολύ ζωηρά τα χρώματα, και κυρίως κόκκινα και μπλε. Οι πρώτοι εμπορικοί δρόμοι ήταν η Ερμού, η Αιόλου και η Πανδρόσου. Το 1836 άνοιξε το πρώτο φαρμακείο στην Αθήνα και βρισκόταν στην οδό Αιόλου.
Τα καπέλα καπέλα, αλλά τα θέματα δημόσιας υγιεινής ήταν πολύ ψηλά στην ημερήσια διάταξη της επικαιρότητας και αγαπημένο θέμα των εφημερίδων της εποχής που χτυπούσαν την κυβέρνηση και τον νεοσύστατο δήμο. Λιγοστοί υπόνομοι, κι αυτοί σε κακά χάλια, αφού είχαν κατασκευαστεί τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Επιδημίες και ασθένειες δεν ήταν σπάνιο γεγονός, και μάλιστα η μείωση του πληθυσμού τη δεκαετία του '40 αποδίδεται στην επιδημία της ευλογιάς που ενέσκηψε στην πόλη. Το 1854 ξεσπάει επιδημία χολέρας, που πάντως αποδόθηκε σε πληρώματα πλοίων που είχαν δέσει στον Πειραιά. Το 1838 λιθοστρώθηκαν τα πεζοδρόμια της οδού Ερμού. Σημαντική στιγμή για την Αθήνα ήταν η μεταφορά του Πανεπιστημίου από την Οικία Κλεάνθη της οδού Θόλου στο κτίριο της οδού που ξέρουμε σήμερα το 1843, αν και οι εργασίες δεν είχαν ολοκληρωθεί. Η λειτουργία του Πανεπιστημίου πυροδότησε την ανοικοδόμηση προς αδόμητες, μέχρι τότε, περιοχές προς τα βορειοανατολικά, δημιουργώντας την πρώτη νέα συνοικία της πόλης που ονομάστηκε (ευνόητα) Νεάπολη.
Η «κοσμική ζωή» ήταν υποτυπώδης και περιστρεφόταν γύρω από τις δραστηριότητες του βασιλικού ζεύγους και κυρίως της Αμαλίας. Δημοφιλείς ήταν οι λεγόμενες «εσπερίδες» που διοργάνωναν τον χειμώνα μέλη της «καλής» αθηναϊκής κοινωνίας, κυρίως εύποροι Φαναριώτες. Σημείο αναφοράς και ένδειξη κοινωνικής καταξίωσης οι προσκλήσεις σε δεξιώσεις του παλατιού. Για τον «απλό λαό» η ψυχαγωγία περιοριζόταν στις επονομαζόμενες «βεγγέρες», στην ανταλλαγή επισκέψεων συνοδεία ταπεινών εδεσμάτων και φθηνού οίνου. Τον Μάρτιο του 1836 λειτουργεί το πρώτο «θέατρο», ένα ξύλινο παράπηγμα στη συμβολή των σημερινών οδών Αιόλου και Σοφοκλέους. Παρά τις αξιοθρήνητες υποδομές του, διέθετε βασιλικό θεωρείο! Τα επόμενα χρόνια υπήρξε «έκρηξη» θεάτρων στη νεοσύστατη πρωτεύουσα, ενώ αλματώδης ήταν και η ανάπτυξη της μουσικής ζωής. Επειδή μερικές φορές υπάρχει η τάση ωραιοποίησης του παρελθόντος, σημειώστε ότι ένα από τα μεγάλα προβλήματα των πρώτων χρόνων της Αθήνας ως πρωτεύουσας ήταν η ασφάλεια: στα περίχωρα της πόλης αλώνιζαν οι συμμορίες των Μπίμπιση και Τρακάδα.
Αφήσαμε για το τέλος το πιο ωραίο: στις 31 Ιουλίου του 1856 η βασίλισσα Αμαλία υπέγραψε Διάταγμα που απαγόρευε το κάπνισμα στα δημόσια γραφεία και καταστήματα για τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να ξεσπάει φωτιά εξαιτίας κάποιου απρόσεκτου καπνιστή. Ας είναι: 150 χρόνια μετά και με το ζόρι διατηρούμε ζωντανό το πνεύμα του Βασιλικού Διατάγματος. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να λέμε «ευχαριστώ» στη βασίλισσα Αμαλία που υπήρξε μία από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της Αθήνας, αλλά οι ιδεολογικές μας ακαμψίες δεν μας επιτρέπουν να το θυμόμαστε και πολύ συχνά.
Ludwig Köllnberger, Βαυαροί στρατιώτες κατασκευάζουν την οδό Πειραιώς, 1836.
Το μεγάλο αφιέρωμα της LIFO στην Αθήνα
Andrea Gasparini, Το Θησείο, 1842. Mουσείο της πόλης των Αθηνών.