H αλαζονεία και η κουτοπονηριά με αφορμή το φαγητό
Ένας καλοντυμένος άντρας ήταν στο δρόμο για μια γιορτή. Στη διαδρομή ένας αγρότης του έδωσε μερικά φιστίκια και του είπε «ορίστε, λίγο φαγητό για το δρόμο».
Ο άντρας απάντησε «πρόκειται να φάω σπάνια και εκλεκτά εδέσματα σε λίγο – τι να τα κάνω τα φιστίκια!» και λέγοντας αυτά τα λόγια, τα πέταξε στη λάσπη κι έφυγε.
Λίγο αργότερα όμως συνάντησε έναν ποταμό που ήταν πιο επικίνδυνος απ’ ό,τι συνήθως και δε μπορούσε να τον διασχίσει. Δε μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να επιστρέψει σπίτι του.
Στην επιστροφή όμως, καθώς περνούσε η ώρα, το στομάχι του ταξιδιώτη απαιτούσε φαγητό. Θυμήθηκε τα φιστίκια που είχε πετάξει στη λάσπη και δεν είχε άλλη λύση παρά να τα ψάξει και να τα βγάλει από τη λάσπη ένα ένα με κόπο, κι αυτό ήταν το βραδινό του.
Ο βασιλιάς μιας πόλης κάλεσε όλους τους χωρικούς στο παλάτι για να γιορτάσουν την πρωτοχρονιά. Τους είπε «εγώ θα βάλω το φαγητό, αλλά θέλω ο καθένας σας να φέρει και μία στάμνα με κρασί.»
Ένας από τους καλεσμένους σκέφτηκε «θα φέρω μια στάμνα νερό αντί για κρασί. Μία στάμνα δε θα κάνει και μεγάλη διαφορά μέσα σε όλο αυτό το κρασί.»
Όταν έφτασε η μέρα της γιορτής, ο άντρας αυτός έχυσε τη στάμνα με το νερό μέσα στο μεγάλο δοχείο όπου γινόταν η συλλογή του κρασιού. Η γιορτή ξεκίνησε, και όλοι οι χωρικοί έτρωγαν και χόρευαν.
Κατά το τέλος της γιορτής σερβιρίστηκε το κρασί. Αλλά όταν οι καλεσμένοι άρχισαν να πίνουν έκπληκτοι συμπέραναν ότι η γεύση του ήταν σαν του νερού. Τελικά όλοι είχαν υποθέσει ότι οι υπόλοιποι θα έφερναν κρασί, και ότι μια στάμνα νερό δε θα έκανε και μεγάλη διαφορά.
Ο ταξιδιώτης
Ένας καλοντυμένος άντρας ήταν στο δρόμο για μια γιορτή. Στη διαδρομή ένας αγρότης του έδωσε μερικά φιστίκια και του είπε «ορίστε, λίγο φαγητό για το δρόμο».
Ο άντρας απάντησε «πρόκειται να φάω σπάνια και εκλεκτά εδέσματα σε λίγο – τι να τα κάνω τα φιστίκια!» και λέγοντας αυτά τα λόγια, τα πέταξε στη λάσπη κι έφυγε.
Λίγο αργότερα όμως συνάντησε έναν ποταμό που ήταν πιο επικίνδυνος απ’ ό,τι συνήθως και δε μπορούσε να τον διασχίσει. Δε μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να επιστρέψει σπίτι του.
Στην επιστροφή όμως, καθώς περνούσε η ώρα, το στομάχι του ταξιδιώτη απαιτούσε φαγητό. Θυμήθηκε τα φιστίκια που είχε πετάξει στη λάσπη και δεν είχε άλλη λύση παρά να τα ψάξει και να τα βγάλει από τη λάσπη ένα ένα με κόπο, κι αυτό ήταν το βραδινό του.
Μία στάμνα δε θα κάνει τη διαφορά
Ο βασιλιάς μιας πόλης κάλεσε όλους τους χωρικούς στο παλάτι για να γιορτάσουν την πρωτοχρονιά. Τους είπε «εγώ θα βάλω το φαγητό, αλλά θέλω ο καθένας σας να φέρει και μία στάμνα με κρασί.»
Ένας από τους καλεσμένους σκέφτηκε «θα φέρω μια στάμνα νερό αντί για κρασί. Μία στάμνα δε θα κάνει και μεγάλη διαφορά μέσα σε όλο αυτό το κρασί.»
Όταν έφτασε η μέρα της γιορτής, ο άντρας αυτός έχυσε τη στάμνα με το νερό μέσα στο μεγάλο δοχείο όπου γινόταν η συλλογή του κρασιού. Η γιορτή ξεκίνησε, και όλοι οι χωρικοί έτρωγαν και χόρευαν.
Κατά το τέλος της γιορτής σερβιρίστηκε το κρασί. Αλλά όταν οι καλεσμένοι άρχισαν να πίνουν έκπληκτοι συμπέραναν ότι η γεύση του ήταν σαν του νερού. Τελικά όλοι είχαν υποθέσει ότι οι υπόλοιποι θα έφερναν κρασί, και ότι μια στάμνα νερό δε θα έκανε και μεγάλη διαφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου