To άλογο ζούσε ελεύθερο στο δάσος.
Μια μέρα το πλησίασε ο άνθρωπος.
«Εσύ είσαι», του είπε, «το πιο υπερήφανο, το πιο γρήγορο, το πιο όμορφο απ’ όλα τα ζώα. Καλπάζεις, ο άνεμος παίρνει τη χαίτη σου, και όλοι σε θαυμάζουν. Ο λύκος τρέμει τα δυνατά σου πόδια, η αλεπού ζηλεύει την εξυπνάδα σου, το γεράκι δεν μπορεί να σε προφτάσει. Είσαι το πιο ευγενικό και το πιο μεγαλοπρεπές ζώο.»
Το άλογο χλιμίντριζε όλη αυτή την ώρα συγκαταβατικά.
«Θα έπρεπε εσύ να είσαι ο άρχοντας του δάσους, όμως… Υπάρχει το ελάφι.»
Το άλογο έστρεψε τη μουσούδα του απορημένο.
«Αυτό το ύπουλο κτήνος σε μισεί. Θέλει να σου κλέψει τη δόξα και το βασίλειο. Πάει στις λίμνες, στα ποτάμια και στις πηγές και τα βρωμίζει με τις ακαθαρσίες του. Ποδοπατεί το χορτάρι για να μη βρεις να φας.»
Το άλογο ανήσυχο χτυπούσε την οπλή του στο έδαφος.
«Και έμαθα πως σχεδιάζει να φέρει στα κέρατα του το φίδι, όταν θα κοιμάσαι, για να σε εξοντώσει.»
Το άλογο ανασηκώθηκε στα πίσω του πόδια.
«Μην ανησυχείς, ω περιούσιο τετράποδο, υπάρχει λύση. Θα με αφήσεις να σου φορέσω σέλα και χαλινάρια, να σε καβαλικέψω, και μαζί θα πάμε να εξοντώσουμε το δόλιο ελάφι. Έτσι θα μείνεις ο μόνος και ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος.»
Το άλογο δέχτηκε. Ο άνθρωπος το καβαλίκεψε, πήρε και το πιστό του τσιράκι –το σκύλο- και άρχισαν το κυνήγι.
Σύντομα βρήκαν το ελάφι, το καταδίωξαν και το σκότωσαν.
Πάνω από το κουφάρι το άλογο έδειξε τα δόντια του ευχαριστημένο. Ζήτησε από τον άνθρωπο να κατέβει.
Εκείνος γέλασε και του έδωσε μια καμτσικιά.
«Δεν κατάλαβες. Τώρα εγώ είμαι αυτός που δίνει τις εντολές. Προχώρα, λοιπόν!»
Μια μέρα το πλησίασε ο άνθρωπος.
«Εσύ είσαι», του είπε, «το πιο υπερήφανο, το πιο γρήγορο, το πιο όμορφο απ’ όλα τα ζώα. Καλπάζεις, ο άνεμος παίρνει τη χαίτη σου, και όλοι σε θαυμάζουν. Ο λύκος τρέμει τα δυνατά σου πόδια, η αλεπού ζηλεύει την εξυπνάδα σου, το γεράκι δεν μπορεί να σε προφτάσει. Είσαι το πιο ευγενικό και το πιο μεγαλοπρεπές ζώο.»
Το άλογο χλιμίντριζε όλη αυτή την ώρα συγκαταβατικά.
«Θα έπρεπε εσύ να είσαι ο άρχοντας του δάσους, όμως… Υπάρχει το ελάφι.»
Το άλογο έστρεψε τη μουσούδα του απορημένο.
«Αυτό το ύπουλο κτήνος σε μισεί. Θέλει να σου κλέψει τη δόξα και το βασίλειο. Πάει στις λίμνες, στα ποτάμια και στις πηγές και τα βρωμίζει με τις ακαθαρσίες του. Ποδοπατεί το χορτάρι για να μη βρεις να φας.»
Το άλογο ανήσυχο χτυπούσε την οπλή του στο έδαφος.
«Και έμαθα πως σχεδιάζει να φέρει στα κέρατα του το φίδι, όταν θα κοιμάσαι, για να σε εξοντώσει.»
Το άλογο ανασηκώθηκε στα πίσω του πόδια.
«Μην ανησυχείς, ω περιούσιο τετράποδο, υπάρχει λύση. Θα με αφήσεις να σου φορέσω σέλα και χαλινάρια, να σε καβαλικέψω, και μαζί θα πάμε να εξοντώσουμε το δόλιο ελάφι. Έτσι θα μείνεις ο μόνος και ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος.»
Το άλογο δέχτηκε. Ο άνθρωπος το καβαλίκεψε, πήρε και το πιστό του τσιράκι –το σκύλο- και άρχισαν το κυνήγι.
Σύντομα βρήκαν το ελάφι, το καταδίωξαν και το σκότωσαν.
Πάνω από το κουφάρι το άλογο έδειξε τα δόντια του ευχαριστημένο. Ζήτησε από τον άνθρωπο να κατέβει.
Εκείνος γέλασε και του έδωσε μια καμτσικιά.
«Δεν κατάλαβες. Τώρα εγώ είμαι αυτός που δίνει τις εντολές. Προχώρα, λοιπόν!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου