Μια γριούλα πέρασε...
Στάθηκε, ανασήκωσε απ’ το καλάθι που κρατούσε μερικά συκόφυλλα που το σκέπαζαν, διάλεξε και με φίλεψε δυο σύκα...
Στάθηκε, ανασήκωσε απ’ το καλάθι που κρατούσε μερικά συκόφυλλα που το σκέπαζαν, διάλεξε και με φίλεψε δυο σύκα...
- Με γνωρίζεις κυρά μου; τη ρώτησα...
- Όχι παιδί μου, είναι ανάγκη να σε γνωρίζω για να σε φιλέψω;
- Άνθρωπος δεν είσαι; Άνθρωπος είμαι και εγώ, δεν φτάνει;
- Όχι παιδί μου, είναι ανάγκη να σε γνωρίζω για να σε φιλέψω;
- Άνθρωπος δεν είσαι; Άνθρωπος είμαι και εγώ, δεν φτάνει;
Γέλασε... ένα δροσερό κοριτσίστικο γέλιο...
Και τράβηξε το δρόμο της κούτσα κούτσα κατά το κάστρο.
Και τράβηξε το δρόμο της κούτσα κούτσα κατά το κάστρο.
Έσταζαν τα δυο σύκα μέλι, ποτέ θαρρώ δεν γεύτηκα πιονόστιμα. Τα ‘τρωγα και με δρόσιζαν τα λόγια της γριάς...
«άνθρωπος είσαι, άνθρωπος κι εγώ, φτάνει!»
_____
~ Απόσπασμα από το "Αναφορά στον Γκρέκο "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου