ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ''ΚΟΣΜΟΚΑΛΟΓΕΡΟΥ''
Απόσπασμα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη "Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη"
Με αφορμή τη συμπλήρωση σήμερα 100 χρόνων από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, παραθέτουμε σχετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr καθώς και τη μαρτυρία του Φωτογράφου Παύλου Νιρβάνα για το πως τράβηξε στη γνωστή-μοναδική φωτογραφία, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Ακολουθεί αναλυτικά η εργογραφία του:
Μυθιστορήματα και νουβέλες:
Η Μετανάστις, Οι έμποροι των εθνών, Η γυφτοπούλα, Χρήστος Μηλιόνης, Η φόνισσα
*Διηγήματα:
Αγάπη στον γκρεμό, Άγια και πεθαμένα, Αλιβάνιστος, Άνθος του γιαλού, Απόλαυσις στη γειτονιά, Αψαλτος, Γουτού γουπατού, Δαιμόνια στο ρέμα
Εξοχική Λαμπρή, Ερως - Ήρως, Ζάνος Χαρίσης, Η αποσώστρα (γραμμένο στη δημοτική), Η βλαχοπούλα, Η στρίγγλα μάννα, Η μαυρομαντηλού, Η νοσταλγός, Η παιδική πασχαλιά, Η σταχτομαζώχτρα, Η τύχη απ' την Αμέρικα, Η Φαρμακολύτρια, Η χολεριασμένη, Θαλασσινά ειδύλλια, Μια ψυχή, Ναυαγίων ναυάγια, Ο Αμερικάνος, Ο βαρδιάνος στα Σπόρκα, Ο Γαγάτος καί τ' άλογο, Ο γείτονας με το λαγούτο, Ο έρωτας στα χιόνια, Ο καλούμπας, Ο σημαδιακός, Ο νεκρός ταξιδιώτης, Ο ξεπεσμένος δερβίσης, Ο πανδρολόγος, Ο Πανταρώτας, Ο φτωχός άγιος, Ο Χριστός Ανέστη του Γιάννη, Ολόγυρα στη λίμνη, Όνειρο στο κύμα, Οι μάγισσες, Οι Χαλασοχώρηδες, Στο Χριστό, στο Κάστρο, Το μοιρολόγι της φώκιας, Τ' αγνάντεμα, Τ' αστεράκι, Τ' μπούφ' του πλι, Τα δυο κούτσουρα, Τα δυό τέρατα, Τα κρούσματα, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Της Κοκκώνας το σπίτι, Το ενιαύσιον θύμα, Το Πάσχα ρωμέϊκο, Το πνίξιμο του παιδιού, Το χριστόψωμο, Τρελλή βραδυά, Φτωχός άγιος, Υπηρέτρα, Υπό την βασιλικήν δρύν, Ω! τα βασανάκια
*Ποιήματα:
Στην Παναγίτσα στο Πυργί, Προς την μητέρα μου, Δέησις, Έκπτωτος ψυχή, Η κοιμισμένη βασιλοπούλα, Το ωραίον φάσμα, Εις τους αδελφούς Γιαννάκην και Κώστα Γ. Ραφτάκη, Νύχτα βασάνου, Επωδή παπά στη χολέρα, Επωδή γιατρού στη χολέρα, Το τραγούδι της Κατίνας, Εις ιππεύουσαν Παναγυριώτισσαν, Έρωτες στα κοπριά
Ο Παύλος Νιρβάνας γράφει στο περιοδικό "Νέα εστία" το 1933 πως τράβηξε μια μοναδική φωτογραφία τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Με αφορμή τη συμπλήρωση σήμερα 100 χρόνων από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, παραθέτουμε σχετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr καθώς και τη μαρτυρία του Φωτογράφου Παύλου Νιρβάνα για το πως τράβηξε στη γνωστή-μοναδική φωτογραφία, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται από το θάνατό του
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται από το θάνατό του
Πηγή: www.tovima.gr
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και η «εκκλησία» της νεώτερης ελληνικής γραμματείας μας εορτάζει τη μνήμη του «Αγίου των Γραμμάτων» που γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911.
Ο «κοσμοκαλόγερος» της πεζογραφίας μας εξακολουθεί ακόμη και σήμερα -στους ψηφιακούς καιρούς μας- να φωτίζει με το κεράκι του το ελληνικό διήγημα, προσφέροντας το Χριστόψωμο του ύφους και του ήθους του.
Το θεωρούμενο από όλους κορυφαίο έργο του «Η φόνισσα» μοιάζει σύγχρονο ,εμπνέοντας κινηματογραφιστές και σκηνοθέτες. Η υπόθεση-αν εξαιρέσεις τα γραφικά ονόματα της εποχής- μοιάζει τωρινή, παρ' όλο που γράφτηκε το 1902: «Η θεία Χαδούλα της Φραγκογιαννούς, απεγνωσμένη από τον οικογενειακό αυταρχισμό, παραλογίζεται και σκοτώνει μικρά κορίτσια προκειμένου να γλυτώσει αυτά και τους γονείς τους από τα βάσανα που ήταν συνταυτισμένα με τις γυναίκες εκείνου του κόσμου. Περιγράφοντας τους φόνους και την καταδίωξή της από τα όργανα της τάξεως, ο Παπαδιαμάντης οδηγεί την ηρωίδα του σε απόκρημνο παραθαλάσσιο γκρεμό, για να πνιγεί "εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης Δικαιοσύνης».
Γεννημένος από πατέρα ιερέα και θεοσεβούμενη μητέρα, μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά αδέλφια (τα δύο πέθαναν σε μικρή ηλικία) και γνώρισε τα ξωκκλήσια της Σκιάθου, που ύμνησε μέχρι το τέλος της βασανισμένης ζωής του. Γράφει ο ίδιος σε ένα σύντομο βιογραφικό του:
«Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα απο το ελληνικόν Σχολείον εις τώ 1863, αλλά μόνον τώ 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα είς Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα είς την πατρίδα. Κατά τον Ιούλιον του 1872 υπήγα είς το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τώ 1873 ήλθα εις Αθήνας καί εφοίτησα εiς την Δ΄ του Βαρβακείου. Τώ 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ' εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.
Μικρός εζωγράφιζα αγίους, είτα έγραφα στίχους, καί εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τώ 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τώ 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» έργον μου εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τώ 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των εθνών» εις τώ «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά καί εφημερίδας.»
Η φτώχεια ήταν αυτή που δεν του επέτρεψε να τελειώσει τις σπουδές του. Ζούσε σε δωμάτια ταπεινά. Άρχισε να κερδίζει αρκετά, για την εποχή, χρήματα όταν ο Βλάσης Γαβριηλίδης, της πρωτοποριακής «Ακρόπολης», τον προσέλαβε στην εφημερίδα με το ποσό των 250 δραχμών το μήνα. Επί πλέον κέρδιζε και άλλα χρήματα από τις συνεργασίες με άλλες εφημερίδες και περιοδικά. Αλλά δεν αποταμίευε. Τα ξόδευε ... «εν ριπή οφθαλμού».
Ήταν γνωστό τότε πως μόλις έπαιρνε το μισθό του ξεπλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, όπου σύχναζε επί 27 συναπτά έτη, πλήρωνε το ενοίκιο , έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς και την επόμενη ήταν και ο ίδιος φτωχός! Είχε αποστροφή στα βιοτικά. Τον περιγράφουν σχεδόν κουρελή... Σιγά-σιγά το κρασί και το τσιγάρο του έγινε από ευχαρίστηση εξάρτηση. Τον γοήτευε η μοναξιά του. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του. Η χαρά της ζωής του ήταν να ψάλλει στον Άγιο Ελισαίο στην Πλάκα.
Οπότε, το Μάρτιο του 1908 εγκατέλειψε την Αθήνα της «δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως έγραψε και κατέφυγε στο αγαπημένο του νησί, εξακολουθώντας να δουλεύει ως μεταφραστής έργων για λογαριασμό του Γιάννη Βλαχογιάννη. Πρήστηκαν τα χέρια του. Υστερα από επιδείνωση της υγείας του πέθανε, αφήνοντας 180 διηγήματα, ποιήματα, μελέτες και άρθρα. Η είδηση του θανάτου του γέμισε πένθος όχι μόνο τους συντοπίτες του, αλλά όλη την Ελλάδα. Πολλοί λογοτέχνες, που όσο ήταν εν ζωή δεν είχαν γράψει κουβέντα για το έργο του, συνέθεσαν εγκωμιαστικά κείμενα. Ο εκδοτικός Οίκος Φέξη ξεκίνησε το 1912-1913 την έκδοση 11 τόμων με τα έργα του. Διότι ουδείς οίκος δεν είχε εκδώσει σε βιβλίο τα πεζογραφήματά του όσο ζούσε. Οι αναγνώστες τα απολάμβαναν από τις εφημερίδες και τα περιοδικά...
Μυθιστορήματα και νουβέλες:
Η Μετανάστις, Οι έμποροι των εθνών, Η γυφτοπούλα, Χρήστος Μηλιόνης, Η φόνισσα
*Διηγήματα:
Αγάπη στον γκρεμό, Άγια και πεθαμένα, Αλιβάνιστος, Άνθος του γιαλού, Απόλαυσις στη γειτονιά, Αψαλτος, Γουτού γουπατού, Δαιμόνια στο ρέμα
Εξοχική Λαμπρή, Ερως - Ήρως, Ζάνος Χαρίσης, Η αποσώστρα (γραμμένο στη δημοτική), Η βλαχοπούλα, Η στρίγγλα μάννα, Η μαυρομαντηλού, Η νοσταλγός, Η παιδική πασχαλιά, Η σταχτομαζώχτρα, Η τύχη απ' την Αμέρικα, Η Φαρμακολύτρια, Η χολεριασμένη, Θαλασσινά ειδύλλια, Μια ψυχή, Ναυαγίων ναυάγια, Ο Αμερικάνος, Ο βαρδιάνος στα Σπόρκα, Ο Γαγάτος καί τ' άλογο, Ο γείτονας με το λαγούτο, Ο έρωτας στα χιόνια, Ο καλούμπας, Ο σημαδιακός, Ο νεκρός ταξιδιώτης, Ο ξεπεσμένος δερβίσης, Ο πανδρολόγος, Ο Πανταρώτας, Ο φτωχός άγιος, Ο Χριστός Ανέστη του Γιάννη, Ολόγυρα στη λίμνη, Όνειρο στο κύμα, Οι μάγισσες, Οι Χαλασοχώρηδες, Στο Χριστό, στο Κάστρο, Το μοιρολόγι της φώκιας, Τ' αγνάντεμα, Τ' αστεράκι, Τ' μπούφ' του πλι, Τα δυο κούτσουρα, Τα δυό τέρατα, Τα κρούσματα, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Της Κοκκώνας το σπίτι, Το ενιαύσιον θύμα, Το Πάσχα ρωμέϊκο, Το πνίξιμο του παιδιού, Το χριστόψωμο, Τρελλή βραδυά, Φτωχός άγιος, Υπηρέτρα, Υπό την βασιλικήν δρύν, Ω! τα βασανάκια
*Ποιήματα:
Στην Παναγίτσα στο Πυργί, Προς την μητέρα μου, Δέησις, Έκπτωτος ψυχή, Η κοιμισμένη βασιλοπούλα, Το ωραίον φάσμα, Εις τους αδελφούς Γιαννάκην και Κώστα Γ. Ραφτάκη, Νύχτα βασάνου, Επωδή παπά στη χολέρα, Επωδή γιατρού στη χολέρα, Το τραγούδι της Κατίνας, Εις ιππεύουσαν Παναγυριώτισσαν, Έρωτες στα κοπριά
Η φωτογράφιση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
πηγή: www.fotoart.gr
Ο Παύλος Νιρβάνας γράφει στο περιοδικό "Νέα εστία" το 1933 πως τράβηξε μια μοναδική φωτογραφία τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
[...Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ' τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβύσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ' εκείνους που θα 'ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ό αγνός αυτός χριστιανός, με τη ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. "Ου ποιήσεις σε αυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα" ήταν η άρνηση του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συγχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είναι ότι παρέδωκα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τί δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στον φακό μου. Να "ποζάρει" είναι ένας λεκτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ό Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει - ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος - να μιλεί γαλλικά:
"Nous excitons la curiosite du public".Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του... Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, καί δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, πού ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η "περιέργεια" του. Κι' αυτή ήταν η διαπόμπευση του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος,
Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι... μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια - στο τέλος του μαρτυρίου του. Μήπως δεν ήταν, στ' αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκόσμιων.
Και συλλογίζομαι τώρα τις εκατοντάδες των Γάλλων προσκυνητών της εταιρείας Μπυντέ, και των δικών μας του "Οδοιπορικού Συνδέσμου" , που πέρασαν το κατώφλι του ταπεινού του ερημητηρίου, όπου πλανάται τώρα η σκιά του στα γνώριμα καί αγαπητά της κατατόπια της ζωής του και της εργασίας του. Συλλογίζομαι την παράταξη των ναυτικών αγημάτων, που παρουσίασαν όπλα μπροστά στο μνημείο του. Συλλογίζομαι τις στολές, τα ξίφη, τις χρυσές επωμίδες που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο του νησιού του, για τη δόξα του. Συλλογίζομαι τους λόγους των επισήμων, τους εθνικούς ύμνους, τα στεφάνια της δάφνης, τις πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες, που έπλεξαν με ήχους και χρωματα το εγκώμιο του. Συλλογίζομαι όλα αυτό το δοξαστικό πανηγύρι, και η σκέψη μου πετάει στο «Κοινόν» του ερημικού καφενείου της Δεξαμενής "ένα γκαρσόνι, ένας γεροντάκος, δυο λουστράκια" που ανησυχούσε, τη μακρυνή εκείνη μέρα ο μακαρίτης μήπως "ερεθίση την περιέργεια των". Τι ανησυχία θα είχε νοιώσει τώρα, στα βάθη του ταπεινού τάφου όπου "αναπαύεται εν Χριστώ" ο χριστιανός ποιητής των ταπεινών, από το δοξαστικό αυτό θόρυβο; Καί πόσο θα βιαζότανε πάλι να τελειώσει; Αν σάλεψαν, από μυστικές αύρες, αυτή τη στιγμή, τα κυπαρίσσια του τάφου του, ένας στεναγμός θα βγήκε από το θρόισμα τους. Ένας ήχος, που θα ξαναψιθύριζε τα παλιά του εκείνα ανήσυχα και τόσο συμπαθητικά λόγια, σε μία γλώσσα που την εννοούσαν τώρα, γιατί ήταν δική τους , οι ευλαβητικοί προσκυνητές του της γαλλικής γης:
" Nous excitons la curiosite du public".Παύλος Νιρβάνας
Με τί δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στον φακό μου. Να "ποζάρει" είναι ένας λεκτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ό Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει - ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος - να μιλεί γαλλικά:
"Nous excitons la curiosite du public".Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του... Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, καί δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, πού ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η "περιέργεια" του. Κι' αυτή ήταν η διαπόμπευση του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος,
Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι... μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια - στο τέλος του μαρτυρίου του. Μήπως δεν ήταν, στ' αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκόσμιων.
Και συλλογίζομαι τώρα τις εκατοντάδες των Γάλλων προσκυνητών της εταιρείας Μπυντέ, και των δικών μας του "Οδοιπορικού Συνδέσμου" , που πέρασαν το κατώφλι του ταπεινού του ερημητηρίου, όπου πλανάται τώρα η σκιά του στα γνώριμα καί αγαπητά της κατατόπια της ζωής του και της εργασίας του. Συλλογίζομαι την παράταξη των ναυτικών αγημάτων, που παρουσίασαν όπλα μπροστά στο μνημείο του. Συλλογίζομαι τις στολές, τα ξίφη, τις χρυσές επωμίδες που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο του νησιού του, για τη δόξα του. Συλλογίζομαι τους λόγους των επισήμων, τους εθνικούς ύμνους, τα στεφάνια της δάφνης, τις πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες, που έπλεξαν με ήχους και χρωματα το εγκώμιο του. Συλλογίζομαι όλα αυτό το δοξαστικό πανηγύρι, και η σκέψη μου πετάει στο «Κοινόν» του ερημικού καφενείου της Δεξαμενής "ένα γκαρσόνι, ένας γεροντάκος, δυο λουστράκια" που ανησυχούσε, τη μακρυνή εκείνη μέρα ο μακαρίτης μήπως "ερεθίση την περιέργεια των". Τι ανησυχία θα είχε νοιώσει τώρα, στα βάθη του ταπεινού τάφου όπου "αναπαύεται εν Χριστώ" ο χριστιανός ποιητής των ταπεινών, από το δοξαστικό αυτό θόρυβο; Καί πόσο θα βιαζότανε πάλι να τελειώσει; Αν σάλεψαν, από μυστικές αύρες, αυτή τη στιγμή, τα κυπαρίσσια του τάφου του, ένας στεναγμός θα βγήκε από το θρόισμα τους. Ένας ήχος, που θα ξαναψιθύριζε τα παλιά του εκείνα ανήσυχα και τόσο συμπαθητικά λόγια, σε μία γλώσσα που την εννοούσαν τώρα, γιατί ήταν δική τους , οι ευλαβητικοί προσκυνητές του της γαλλικής γης:
" Nous excitons la curiosite du public".Παύλος Νιρβάνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου