Της Μονά Σολέ
Μας υποσχέθηκαν ότι η τεχνολογία θα απελευθέρωνε την ανθρωπότητα ελευθερία και θα πρόσφερε άφθονο ελεύθερο χρόνο. Αλλά ο ρυθμός της ζωής ακολούθησε τον ξέφρενο ρυθμό της μηχανής και τώρα ο καθένας μας νιώθει να πνίγεται στους καταναγκασμούς της. Άνισα κατανεμημένος, ο χρόνος συνιστά πια ένα φυσικό πόρο που σπανίζει και διεκδικείται από πολλούς. Για να κατανοήσουμε τις αιτίες αυτής της έλλειψης χρόνου, χρήσιμη είναι μια ιστορική αναδρομή.
Ο ισπανός οικονομολόγος και μυθιστοριογράφος Φερνάντο Τρίας ντε Μπες είχε την ιδέα πριν από μερικά χρόνια να δημοσιεύσει ένα πεζογράφημα με τίτλο «Ο πωλητής χρόνου». Ο κεντρικός ήρωας, για να μπορέσει να ξεχρεώσει τα δάνειά του, αποφασίζει να στήσει μια επιχείρηση, για να πουλάει χρόνο στους συμπολίτες του, που τόσο λείπει και στον ίδιο.
Ο μύθος του Τρίας ντε Μπες σκιαγραφεί το μηχανισμό του χρέους σαν «κλοπή χρόνου», καθώς και την κατάσταση «χρονικής πείνας», που βιώνουν οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Μήπως οι κοινωνίες αυτές τυφλωμένες από το κύρος που προσδίδει ο φρενήρης ρυθμός, φυλακισμένες σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη δράση και το ανθρώπινο πεπρωμένο, υποτιμούν το ουσιώδες αγαθό που συνιστά ο χρόνος, μέχρι του σημείου να τον ευτελίζουν χωρίς αιδώ; Πίσω από αυτό που ο καθένας βλέπει συνήθως σαν ένα φυσικό δεδομένο, ή σαν το απρόβλεπτο της ατομικής ύπαρξής του, υπάρχει μολαταύτα ένα «καθεστώς χρόνου» που δεν έχει καμία σχέση με το τυχαίο, όπως υπογραμμίζει ο γερμανός κοινωνιολόγος Χάρτμουτ Ρόζα.
Ο ίδιος διακρίνει στην πρόσφατη ιστορική περίοδο τρεις μορφές επιτάχυνσης που συνδυάζονται: τεχνολογική επιτάχυνση (Διαδίκτυο, σιδηρόδρομοι υψηλής ταχύτητας, φούρνοι μικροκυμάτων), κοινωνική επιτάχυνση (συχνές αλλαγές εργασίας και συζύγου στη διάρκεια της ζωής, πιο συχνή αντικατάσταση χρηστικών αντικειμένων), επιτάχυνση του ρυθμού ζωής (κοιμόμαστε λιγότερο, μιλάμε πιο γρήγορα, βλέπουμε λιγότερο συχνά τους δικούς μας, κάνουμε τα πάντα τηλεφωνώντας και βλέποντας τηλεόραση). Σύμφωνα με την τρέχουσα λογική, η τεχνική επιτάχυνση θα έπρεπε να εξασφαλίζει σε όλους μια καθημερινότητα ήρεμη και νωχελική. Κι όμως, ενώ μειώνει τη διάρκεια των διαφόρων διαδικαστικών, πολλαπλασιάζει επίσης τον αριθμό τους.
Είναι αλήθεια ότι γράφεις πιο γρήγορα ένα ηλεκτρικό μήνυμα, αλλά τα μηνύματα αυτά που στέλνεις είναι πολύ περισσότερα από τις επιστολές που θα έγραφες. Το αυτοκίνητο μας επιτρέπει να πηγαίνουμε στον προορισμό μας πιο γρήγορα, αλλά καθώς συνεπάγεται την αύξηση των μετακινήσεων, δεν μειώνει, τελικά, το χρόνο που ξοδεύουμε γι’ αυτές… Η έκρηξη του πλήθους των δυνατοτήτων –στην κατανάλωση, στη βιομηχανία των διακοπών, στο Διαδίκτυο, στην τηλεόραση…– μας υποχρεώνει σε διαρκείς και χρονοβόρους διακανονισμούς.
Ρολόι, ο «μύλος του διαβόλου»
Σύμφωνα με τον Χάρτμουτ Ρόζα, το ιστορικό φαινόμενο της επιτάχυνσης αρχικά εξελίχθηκε στις δυτικές κοινωνίες, καθώς έβλεπαν σ’ αυτό μια υπόσχεση προόδου και αυτονομίας. Αλλά στη συνέχεια βραχυκύκλωσε τους θεσμούς και τα πολιτικά στελέχη. Γίνεται πια μια «ολοκληρωτική δύναμη στο εσωτερικό της σύγχρονης κοινωνίας», με την έννοια αφηρημένης και πανταχού παρούσας αρχής, από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει.
Στην καθημερινότητά του το άτομο έχει την εντύπωση ότι δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να τρέχει, χωρίς ποτέ να σταθεί και να αναστοχαστεί την ίδια του τη ζωή. Και στο συλλογικό πεδίο οι πολιτικές κοινότητες χάνουν τον έλεγχο του πεπρωμένου τους. Κατά παράδοξο τρόπο, αυτή η τρελλή κούρσα συνοδεύεται από ένα αίσθημα αδράνειας και μοιρολατρείας.
Οι προοδευτικοί κύκλοι μπορεί να μην ταυτοποιούν πάντα με σαφήνεια το χρόνο σαν το διακύβευμα μιας στρατηγικής μάχης, μπορούμε ωστόσο να διαπιστώσουμε ότι έχει μετατραπεί σε εξαιρετικά διεκδικούμενο πόρο, που είναι πολύ άνισα κατανεμημένος. Στη Γαλλία, οι «νόμοι Ομπρί» για τη μείωση του χρόνου εργασίας το 1998 και το 2000, πρόσφεραν στα στελέχη επιπλέον ημέρες αργίας, αλλά αποδιάρθρωσαν τους ρυθμούς των λιγότερο ειδικευμένων μισθωτών, που είδαν να τους επιβάλλεται αυξημένη ελαστικότητα στο ωράριο εργασίας.
Ο γυναικείος χρόνος
Τα πρακτορεία που προσφέρουν «προσωπικές υπηρεσίες», επιτρέπουν στις εύπορες τάξεις να απαλλάσσονται από το βάρος της φροντίδας του σπιτιού ή των παιδιών με τη βοήθεια γυναικών συνήθως, φτωχών ή /και μεταναστριών, που αναλαμβάνουν τόσο άχαρες όσο και κακοπληρωμένες δουλειές.
Στο σύνολό τους οι γυναίκες υφίστανται ιδιαίτερη πίεση. Τον Ιούλιο του 2012, το βελγικό κίνημα Γυναικεία Ζωή, αφιέρωσε σ’ αυτό το πρόβλημα την ετήσια «εβδομάδα μελέτης». Με τίτλο «Να ανακτήσουμε τον έλεγχο του χρόνου» (), η πρόσκληση σημείωνε ότι οι γυναίκες, αναλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των οικιακών καθηκόντων, παίζουν το ρόλο του «αμορτισέρ του χρόνου» τόσο στην επιχείρηση που εργάζονται, συνήθως με καθεστώς μερικής απασχόλησης, όσο και στην ιδιωτική ζωή τους, όπου φέρουν το βάρος «της οργάνωσης των διαφόρων χρόνων της οικογενειακής ζωής». Είναι θύματα, επίσης των «σεξιστικών αντιλήψεων που συνδυάζουν τη θηλυκότητα με την αφοσίωση στους άλλους». Όπως έλεγε μια νοσοκόμα, «έχω πάντα την εντύπωση, όταν κάνω κάτι για τον εαυτό μου, ότι έχω παραμελήσει κάποιον άλλο».
Ο χρόνος εργασίας
Μπορεί τις τελευταίες δεκαετίες η εργασία να έχει γίνει πιο εντατική και για ορισμένες κατηγορίες μισθωτών να τείνει να εισβάλει στην προσωπική σφαίρα, αλλά η επίσημη διάρκειά της δεν έπαψε να μειώνεται από την έναρξη της σύγχρονης εποχής. Συνεπώς, οι άνθρωποι έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, αλλά τους τον υφαρπάζει ο δαιμονικός ρυθμός της ζωής. Από την άλλη μεριά, συχνά αφιερώνουν το χρόνο της αργίας σε δραστηριότητες ελάχιστης αξίας, όπως η παρακολούθηση τηλεόρασης: υποφέρουν από ένα είδος ανάσχεσης, που τους εμποδίζει να κάνουν αυτό που πραγματικά έχουν ανάγκη να κάνουν.
Αυτό δεν είναι παράδοξο. Το πρόβλημα του χρόνου δεν είναι πρόβλημα ποσότητας μόνο –που παρουσιάζει έλλειμμα– αλλά και ποιότητας: δεν ξέρουμε πια πώς να τον εξοικειώσουμε, να τον δαμάσουμε. Η αντίληψη του χρόνου που έχουμε, έχει διαμορφωθεί με βάση την καπιταλιστική ηθική, που έχει καταγωγή προτεσταντικής έμπνευσης, η οποία όμως έχει εκκοσμικευθεί: πρόκειται για έναν αφηρημένο φυσικό πόρο «που πρέπει να τον εκμεταλλευτούμε επικερδώς με όσο το δυνατόν πιο εντατικό τρόπο».
Ο βρετανός ιστορικός Έντουαρντ Πάλμερ Τόμσον αναφέρει ότι εξεγέρθηκαν οι πρώτες γενιές εργατών που τους επέβαλαν την εργασία που όριζε το ρολόι ή η σειρήνα της φάμπρικας και όχι το συγκεκριμένο έργο που τους είχαν αναθέσει. Με την κανονικότητα που ρυθμίζεται με το χρόνο του ρολογιού, ο εργάτης χάνει την αυθόρμητη συνήθεια να εναλλάσσει τις περιόδους εντατικής εργασίας με περιόδους ανάπαυσης, που το Τόμσον θεωρεί «φυσικό» ρυθμό της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο αυστηρός τεμαχισμός του χρόνου ρυθμίζει την πειθαρχία τόσο στο εργοστάσιο όσο και στο σχολειό, με στόχο να τιθασεύσει πρώιμα τους φορείς της εργατικής δύναμης: στο Μάντσεστερ, το 1775, ο αιδεσιμώτατος Τζ. Κλέιτον ανησυχούσε επειδή έβλεπε τους δρόμους γεμάτους «με άπραγα ρακένδυτα παιδιά, που όχι μόνο χάνουν το χρόνο τους, αλλά αποκτούν και τη συνήθεια να παίζουν».
Η καταπιεστική διάσταση της επιχείρησης εμφανίζεται με σαφήνεια στα λόγια του πουριτανού θεολόγου Ρίτσαρντ Μπάξτερ, που υπαγόρευε πριν τη γενίκευση των ρολογιών τσέπης, ο καθένας να ρυθμίζεται «με βάση το εσωτερικό ηθικό ρολόι του». Πιο πρόσφατα, το 2005, στη Γερμανία, ο χριστιανοδημοκράτης υπουργός Δικαιοσύνης του κρατιδίου της Έσσης υποδείκνυε την «επιτήρηση των ανέργων» με τη βοήθεια «ηλεκτρονικού βραχιολιού», με σκοπό να τους διδάσκουμε πώς να «ξαναζούν με κανονικό ωράριο»…
Ο ελεύθερος χρόνος
Η λογική της αποδοτικότητας και της ανταγωνιστικότητας, που προσιδιάζει στην οικονομική δραστηριότητα («ο ανταγωνισμός δεν κοιμάται ποτέ»), επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της ζωής. Ο ελεύθερος χρόνος, που κερδήθηκε με ακριβό αντίτιμο, οφείλει κι αυτός να διευθετείται αποτελεσματικά. Η έλλειψη μιας τέτοιας διευθέτησης μπορεί να οδηγήσει στη διασπάθισή του, που έχει πολύ σοβαρές συνέπειες. Μπορεί εξ αυτού να προκύψουν μειονεκτήματα που μοιράζονται σ’ όλη την κοινωνική κλίμακα από πάνω μέχρι κάτω: «Όπως ο υφιστάμενος την εκμετάλλευση, το ίδιο και ο εκμεταλλευτής δεν μπορεί να αφεθεί χωρίς καμία επιφύλαξη στη γλυκειά ραθυμία», γράφει ο Ραούλ Βανεγκέμ. «Κάτω από τη φαινομενική χαύνωση του ονείρου, ξυπνάει μια συνείδηση που το καθημερινό σφυροκόπημα της δουλειάς την εξορίζει από την πραγματικότητα του εισοδηματία».
Ο Ρόζα το επιβεβαιώνει: όποιος θέλει να ανακτήσει τον έλεγχο της διαδρομής της ατομικής και συλλογικής ιστορίας, χρειάζεται πρώτα απ‘ όλα να απαλλαγεί από τους «σημαντικούς χρονικούς πόρους», που προορίζονται για το παιχνίδι, τη σχόλη και για να ξαναμάθουμε να «ξοδεύουμε άσκοπα» το χρόνο.
Και προσθέτει ότι αυτό που αμφισβητείται, είναι η δυνατότητα «οικειοποίησης του κόσμου», χωρίς την οποία ο κόσμος γίνεται «βουβός, ψυχρός, αδιάφορος, ακόμα και εχθρικός».
Η ερευνήτρια Αλίς Μέντινγκ, επίσης, ταυτοποιεί ένα «φαινόμενο αποοικειοποίησης», που διατηρεί το σύγχρονο υποκείμενο σε μια κατάσταση που το κάνει να νοιώθει ξένο μέσα στον κόσμο και στην ίδια του την ύπαρξη. Πριν από τη βασιλεία του ρολογιού -που οι αλγερινοί χωρικοί στη δεκαετία του ‘50, όπως σημειώνει ο Πιερ Μπουρντιέ, το αποκαλούσαν «μύλο του διαβόλου»- οι τρόποι υπολογισμού του χρόνου συνέδεαν φυσιολογικά τις ανθρώπινες υπάρξεις με το σώμα τους και το συγκεκριμένο περιβάλλον τους. Οι βιρμανοί μοναχοί, διηγείται ο Τόμσον, σηκώνονταν το πρωί την ώρα που «έχει αρκετό φως, ώστε να βλέπουν τις φλέβες του χεριού τους». Στη Μαδαγασκάρη, η στιγμή ισοδυναμεί με την ώρα που χρειάζεται «μια ακρίδα να τηγανιστεί»...
Η κρίση χρόνου
Η κρίση χρόνου, ακριβώς επειδή έχει πολύ βαθειά τις ρίζες της στην ιστορία της νεωτερικότητας, δεν αντιμετωπίζεται με επιφανειακές λύσεις. Γι‘ αυτό και χρειάζεται να εξετάζουμε με φρόνηση πρωτοβουλίες όπως του ευρωπαϊκού «κινήματος για τη βραδύτητα»: βραδύτητα στο φαγητό, με ανάλογη γαστρονομία, βραδύτητα στα μίντια, με ανάλογη δημοσιογραφία...
Στις ΗΠΑ, ο Στιούαρτ Μπραντ εποπτεύει στην έρημο του Τέξας την κατασκευή ενός «Ρολογιού του Παρόντος Μακράς Διάρκειας», που θα λειτουργεί επί δέκα χιλιάδες χρόνια και θα ξαναδώσει έτσι στην ανθρωπότητα την έννοια του μακροπρόθεσμου. Το συγκεκριμένο σχέδιο, βέβαια, χάνει την ποιητικότητά του, όταν γνωρίζουμε ότι χρηματοδοτείται από τον ιδρυτή του διαδικτυακού εμπορικού τόπου amazon: οι υπάλληλοί του, υποχρεωμένοι να τρέχουν όλη μέρα στις αποθήκες του, πολύ αμφιβάλλουμε αν αντλούν οποιαδήποτε υπαρξιακή ευχαρίστηση...
Το κείμενο της Μονά Σολέ δημοσιεύτηκε στη «Μοντ Ντιπλοματίκ» (τεύχος Δεκεμβρίου 2012).