Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για το σχολείο του άμεσου μέλλοντός μας από έναν συνάδελφο, τον οποίο εκτιμώ βαθύτατα για το ... φρεϊρεϊκό του Πάθος.
Κάθε Μέρα Προς το Αύριο το Σχολείο Είναι Παρελθόν...
Σε αυτή την απόδοση αξίας, μάλιστα, αποβλέπουν μια σειρά από νέες λέξεις και ορισμoύς που αλλάζουν διαρκώς. Πριν καλά-καλά εμπεδώσουμε μια προσέγγιση στην εννοιολόγηση, λόγου χάρη, της εκπαιδευτικής καινοτομίας εισάγεται ένας άλλος όρος, εκείνος της εκπαιδευτικής δημιουργικότητας.
Πριν ολοκληρωθεί η συζήτηση για τις δεξιότητες-κλειδιά, εισάγεται ο όρος της ικανότητας που άλλοτε συνδέεται με την επάρκεια (competence), άλλοτε με τα επαγγελματικά προσόντα (qualifications) και άλλοτε με το μαθησιακό αποτέλεσμα (learning outcome).
Σε αυτή τη σύγχυση των εννοιολογήσεων και των όρων τους, οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου επιμένουν να αντιμετωπίζουν τη νέα πραγματικότητα με παλιές ρητορικές, που προβληματικά αναζητούν την αναγωγή επί μέρους εμπειριών σε προτάγματα με την ισχύ της καθολικότητας.
΄Ολες οι προτάσεις αλλά και όλες οι κριτικές για τα αποφασιζόμενα κάθε φορά στην εκπαίδευση εκκινούν από την παραδοχή πως το σχολείο δεν τελειώνει ως θεσμός, ότι η όποια μεταβλητότητα και η όποια νέα οικονομική συνθήκη ενός καπιταλισμού που δεν εστιάζει στην παραγωγή αλλά στην πώληση και την αγορά δεν αμφισβητούν τη θέσμιση της κοινωνικοποίησης μέσω του σχολικού θεσμού.
Κι εδώ έγκειται η μεταφυσική αυταπάτη, καθώς συζητούμε πέραν της πραγματικότητας και αναβάλλουμε την παραδοχή πως είναι παράλογο να θεωρούμε το σχολείο ως τον μελλοντικό θεσμό κοινωνικοποίησης και μάλιστα με τη σημερινή υλικότητα της κοινωνικής λειτουργίας του.
Mε άλλα λόγια πώς είναι δυνατόν σε μια φασματική πραγματικότητα να επιμένουμε στις σταθερές της νεοτερικότητας;
Ακούμε συχνά ρητορικές κυριευμένες από το πάθος του φόβου καθώς όλοι γνωρίζουμε πως το σχολείο με τη μορφή που υπάρχει σήμερα γίνεται πλέον κάθε μέρα που μας οδηγεί στο «αύριο παρελθόν». Τι θα μπορούσαν άραγε να σημαίνουν αύριο οι επαρκείς/ καινοτόμοι/ προσοντούχοι εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς (και κατ’ επέκταση τα κοινωνικά στρώματα και οι κοινωνικο-οικονομικές τάξεις);
Και γιατί να ελπίζουν ότι κάποιοι θα την «γλυτώσουν» και θα διακριθούν από τους άλλους ως τρόφιμοι των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων- με τη σημερινή τους υλικότητα – ακόμη και όταν αυτή πλέον δεν θα αποκρίνεται διόλου σε καμιά ριζική ανάγκη ικανή να την μετασχηματίζει σε αξία;
Αυτή είναι η αμφιθυμία απέναντι στο σχολικό θεσμό. Αυτός είναι και ο διπλός δεσμός των δήθεν αντιπαρατιθέμενων ρητορικών που συμπίπτουν σ’ ένα διπλό αντικρουόμενο μήνυμα: από τη μια να θέλουμε σχολείο που δεν θα αποικιοποιείται από την αγορά και από την άλλη να ζητούμε πτυχία που θα ανταποκρίνονται στην αγορά εργασίας!
΄Οταν μάλιστα και η έννοια της εργασίας μετατοπίζεται από εργασία στο σταθερό χώρο του εργοστασίου σε εργασία ως ίχνος σ’ ένα φάσμα δραστηριοτήτων όπου μόνον τα ίχνη ενός μετακινούμενου και ασαφούς λογιστικού κέρδους θα αφήνει τα αποτυπώματά του.
Το σχολείο δεν προκύπτει στο αύριο με τη σημερινή του υλικότητα. Οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού από το «κοινωνία δεν υπάρχει» (=> σχολείο δεν υπάρχει) της Θάτσερ ήδη το ξέρουν. Αλλά μην έχοντας έτοιμη την αντιπρόταση πέραν της αποδόμησης, συντηρούν το θεσμό με μια σειρά από ρητορικές και μεταρρυθμίσεις που το μόνον που κάνουν είναι να ενισχύουν την ακροδεξιά ρητορική της παλινδρόμησης της βασιλείας της άγνοιας πέραν κάθε διαφωτισμού.
Σε τέτοιες εποχές η αριστερά μπορεί να ξαναβρεί το αντίδοτο διαφυγής από το κενό του νοήματος που δημιουργείται. Και το αντίδοτο στο κενό νοήματος για το σχολείο είναι να επεξεργαστούμε τους νέους θεσμούς κοινωνικοποίησης, τον κωδικό και την ηλεκτρονική πληροφόρηση, τις οργανωμένες διαδικτυακά (και όχι μόνον) εναλλακτικές διαδρομές, να μελετήσουμε πώς θα είναι δυνατόν μέσα από έναν άξονα αλληλο-επικαλυπτόμενων συναινέσεων και συγκρούσεων να διαμορφώσουμε μια δημοκρατία που δεν θα αγνοεί την πολυτυπία και διαφοροποίηση όλων των δυνατών μορφών υλικότητας της κοινωνικής ύπαρξης και συνύπαρξης.
Και γιατί τα λέω αυτά; Μα εν όψει προς το αύριο που ανοίγουν και πάλι τα σχολεία.
Πηγή: intellectum.org
Κάθε Μέρα Προς το Αύριο το Σχολείο Είναι Παρελθόν...
Συχνά η κριτική προσέγγιση της εκπαίδευσης επικεντρώνεται στη σχέση της ευματάβλητης – σχεδόν φασματικής – μη σταθερής κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας με το σχολικό πρόγραμμα σπουδών, το περιεχόμενο των μαθημάτων και την τυπολογία/μεθοδολογία της αξιολόγησης. Του Βαγγέλη ΙντζίδηΟι θετικές και αρνητικές (αντι)δράσεις στις σύγχρονες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις φαίνεται να συγκλίνουν στο εξής: οι εμπλεκόμενοι (είτε συγκρουσιακά είτε συναινετικά) προκρίνουν ένα σχολείο που παραμένει ο αναγκαίος και ικανός θεσμός κοινωνικοποίησης. Οι διαφωνίες αφορούν τον σκοπό του σχολείου. Αν αυτό οφείλει να προετοιμάσει τους μαθητές/τριες να προσαρμοστούν στις ασταθείς κοινωνικές πραγματικότητες ή να αντισταθούν στις πολιτικές δυνάμεις που επιτάσσουν την αναγωγή αυτής της αστάθειας σε αξία.
Σε αυτή την απόδοση αξίας, μάλιστα, αποβλέπουν μια σειρά από νέες λέξεις και ορισμoύς που αλλάζουν διαρκώς. Πριν καλά-καλά εμπεδώσουμε μια προσέγγιση στην εννοιολόγηση, λόγου χάρη, της εκπαιδευτικής καινοτομίας εισάγεται ένας άλλος όρος, εκείνος της εκπαιδευτικής δημιουργικότητας.
Πριν ολοκληρωθεί η συζήτηση για τις δεξιότητες-κλειδιά, εισάγεται ο όρος της ικανότητας που άλλοτε συνδέεται με την επάρκεια (competence), άλλοτε με τα επαγγελματικά προσόντα (qualifications) και άλλοτε με το μαθησιακό αποτέλεσμα (learning outcome).
Σε αυτή τη σύγχυση των εννοιολογήσεων και των όρων τους, οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου επιμένουν να αντιμετωπίζουν τη νέα πραγματικότητα με παλιές ρητορικές, που προβληματικά αναζητούν την αναγωγή επί μέρους εμπειριών σε προτάγματα με την ισχύ της καθολικότητας.
΄Ολες οι προτάσεις αλλά και όλες οι κριτικές για τα αποφασιζόμενα κάθε φορά στην εκπαίδευση εκκινούν από την παραδοχή πως το σχολείο δεν τελειώνει ως θεσμός, ότι η όποια μεταβλητότητα και η όποια νέα οικονομική συνθήκη ενός καπιταλισμού που δεν εστιάζει στην παραγωγή αλλά στην πώληση και την αγορά δεν αμφισβητούν τη θέσμιση της κοινωνικοποίησης μέσω του σχολικού θεσμού.
Κι εδώ έγκειται η μεταφυσική αυταπάτη, καθώς συζητούμε πέραν της πραγματικότητας και αναβάλλουμε την παραδοχή πως είναι παράλογο να θεωρούμε το σχολείο ως τον μελλοντικό θεσμό κοινωνικοποίησης και μάλιστα με τη σημερινή υλικότητα της κοινωνικής λειτουργίας του.
Mε άλλα λόγια πώς είναι δυνατόν σε μια φασματική πραγματικότητα να επιμένουμε στις σταθερές της νεοτερικότητας;
Ακούμε συχνά ρητορικές κυριευμένες από το πάθος του φόβου καθώς όλοι γνωρίζουμε πως το σχολείο με τη μορφή που υπάρχει σήμερα γίνεται πλέον κάθε μέρα που μας οδηγεί στο «αύριο παρελθόν». Τι θα μπορούσαν άραγε να σημαίνουν αύριο οι επαρκείς/ καινοτόμοι/ προσοντούχοι εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς (και κατ’ επέκταση τα κοινωνικά στρώματα και οι κοινωνικο-οικονομικές τάξεις);
Και γιατί να ελπίζουν ότι κάποιοι θα την «γλυτώσουν» και θα διακριθούν από τους άλλους ως τρόφιμοι των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων- με τη σημερινή τους υλικότητα – ακόμη και όταν αυτή πλέον δεν θα αποκρίνεται διόλου σε καμιά ριζική ανάγκη ικανή να την μετασχηματίζει σε αξία;
Αυτή είναι η αμφιθυμία απέναντι στο σχολικό θεσμό. Αυτός είναι και ο διπλός δεσμός των δήθεν αντιπαρατιθέμενων ρητορικών που συμπίπτουν σ’ ένα διπλό αντικρουόμενο μήνυμα: από τη μια να θέλουμε σχολείο που δεν θα αποικιοποιείται από την αγορά και από την άλλη να ζητούμε πτυχία που θα ανταποκρίνονται στην αγορά εργασίας!
΄Οταν μάλιστα και η έννοια της εργασίας μετατοπίζεται από εργασία στο σταθερό χώρο του εργοστασίου σε εργασία ως ίχνος σ’ ένα φάσμα δραστηριοτήτων όπου μόνον τα ίχνη ενός μετακινούμενου και ασαφούς λογιστικού κέρδους θα αφήνει τα αποτυπώματά του.
Το σχολείο δεν προκύπτει στο αύριο με τη σημερινή του υλικότητα. Οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού από το «κοινωνία δεν υπάρχει» (=> σχολείο δεν υπάρχει) της Θάτσερ ήδη το ξέρουν. Αλλά μην έχοντας έτοιμη την αντιπρόταση πέραν της αποδόμησης, συντηρούν το θεσμό με μια σειρά από ρητορικές και μεταρρυθμίσεις που το μόνον που κάνουν είναι να ενισχύουν την ακροδεξιά ρητορική της παλινδρόμησης της βασιλείας της άγνοιας πέραν κάθε διαφωτισμού.
Σε τέτοιες εποχές η αριστερά μπορεί να ξαναβρεί το αντίδοτο διαφυγής από το κενό του νοήματος που δημιουργείται. Και το αντίδοτο στο κενό νοήματος για το σχολείο είναι να επεξεργαστούμε τους νέους θεσμούς κοινωνικοποίησης, τον κωδικό και την ηλεκτρονική πληροφόρηση, τις οργανωμένες διαδικτυακά (και όχι μόνον) εναλλακτικές διαδρομές, να μελετήσουμε πώς θα είναι δυνατόν μέσα από έναν άξονα αλληλο-επικαλυπτόμενων συναινέσεων και συγκρούσεων να διαμορφώσουμε μια δημοκρατία που δεν θα αγνοεί την πολυτυπία και διαφοροποίηση όλων των δυνατών μορφών υλικότητας της κοινωνικής ύπαρξης και συνύπαρξης.
Και γιατί τα λέω αυτά; Μα εν όψει προς το αύριο που ανοίγουν και πάλι τα σχολεία.