Ένα μονοήμερο ταξίδι στην Επίδαυρο αποτελεί από μόνο του ένα ξεχωριστό γεγονός, πόσο μάλλον όταν αυτό συνδυάζεται με την παγκόσμια πρώτη μίας λαμπρής παράστασης στο μικρό θέατρο της αργολικής γης. Ένα ποίημα διακοσίων δεκατεσσάρων χρόνων έγινε παράσταση το 2012. Η έξοχη Φιόνα Σω, στη Μικρή Επίδαυρο αυτή τη φορά, εμπνεύστηκε από τον Άγγλο ποιητή του Ρομαντισμού, Σάμιουελ Τέιλορ Κόλερ. Πρόκειται για ένα ποίημα γραμμένο το 1798, στο οποίο ένας γερο-ναυτικός
αφηγείται τα ταξίδια του στην Ανταρκτική και τις περιπέτειές του σε έναν
περαστικό που κατευθύνεται σε έναν γάμο (τον υποδύεται ο Ντάνιελ Χέι Γκόρντον),
μέσα από το οποίο ο αντικομφορμιστής Κόλεριτζ (1772-1834) χρησιμοποιεί τις
περιπέτειες του ήρωα για να αποτυπώσει την περιπλάνηση του ανθρώπου στον κόσμο
και την αναζήτηση νοήματος μέσα σε αυτόν.
Ένα παιχνίδι με τις σκιές και τα σώματα, ένας διάλογος με τις μεταμορφώσεις των αντικειμένων και των υποκειμένων, ένα έμμετρο κείμενο του ρομαντισμού που μετουσιώνεται σε συμβολικό με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, μία φωνή που ηχεί σαν μύριες (συνταρακτική η ερμηνεία των δύο πρωταγωνιστών) προσφέρουν στο θεατή το πιο όμορφο έναυσμα για να συλλογισθεί την περιπλάνησή του στον κόσμο και την προσπάθειά του στην αναζήτηση νοήματος, όπως και ο Γέρο-Ναυτικός. Και όλα αυτά, στη θέα του αυγουστιάτικου φεγγαριού...
"Ένας άνθρωπος πιο κατηφής και πιο σοφός
Τ’ άλλο πρωί σηκώθηκε"
"A man more dour and wiser
The next morning he got up "
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το κείμενοΤ’ άλλο πρωί σηκώθηκε"
A day trip to Epidaurus itself is a special event, especially when combined with the world premiere performance in a brilliant little theater Argolid land. A poem of two hundred fourteen years show was in 2012. The brilliant Fiona Shaw in Epidaurus Little this time inspired by the English poet of Romanticism, Samuel Taylor Koler. This is a poem written in 1798, in which an old sailor recounts his travels to Antarctica and his adventures in a passerby directed at a wedding (played by Daniel Gordon Hay), through which the antikomformistis Koleritz (1772 -1834) uses the adventures of the hero to capture the wandering man in the world and find meaning in it.
A game of shadows and objects, a dialogue with the transformations of objects and subjects, a metrical version of romanticism that is transformed into a symbolic multi-reading levels, a voice that sounds like countless (dramatic interpretation of the two protagonists) to offer viewer the most beautiful trigger will reflect his wanderings in the world and his attempt to find meaning, like the old sailor. And this, in view of the August moon ...
"A man more dour and wiser
The next morning he got up "
«Ο Θεός να σε φυλά γέρο Ναυτικέ
Απ’ τους δαιμόνους που σε βασανίζουν έτσι!
Γιατί έτσι κοιτάς;» - Με τη βαλλίστρα μου
Τον Άλμπατρος χτύπησα.
Είχα κάνει ένα αποτρόπαιο πράγμα
Και μόνο συμφορά θα τους έφερνε:
Γιατί όλοι τους έλεγαν πως είχα σκοτώσει
Το πουλί που έκανε την αύρα να φυσά,
Τον άθλιο! Λέγαν, το πουλί να σκοτώσει,
Που έκανε την αύρα να φυσά! Αλλά όταν η ομίχλη διαλύθηκε, τότε με δικαίωσαν κι έγιναν έτσι συνεργοί στο έγκλημα. Ώσπου το καράβι έμεινε ξαφνικά ακίνητο. Και ο Άλμπατρος άρχισε να εκδικείται… Νερό παντού, κι απ’ όλες τις μεριές το σκάφος φύραινε, κι ούτε σταγόνα για να πιεις. Ακόμη κι ο βυθός εσάπιζε Χριστέ μου! Γλοιώδη πλάσματα με πόδια κολυμπούσαν στη γλοιώδη πάνω θάλασσα. Γύρω παντού, πλήθος κουβάρια οι φωτιές του θανάτου χόρευαν τη νύχτα. [...]
Μόνος, μονάχος, ολομόναχος,
Μονάχος πάνω στην πλατιά μεγάλη θάλασσα!
Κι ούτ’ ένας άγιος ποτέ δεν ευσπλαχνίστηκε
Την ψυχή μου μες στην αγωνία της.[...]
Και από τότε σε ώρα απροσδιόριστη
Η αγωνία γυρνά και πάλι:
Κι ώσπου να πω τη φρικτή ιστορία μου,
Τούτη η καρδιά μέσα μου φλέγεται.
Περνάω, όπως η νύχτα, από χώρα σε χώρα ˙
Μιαν αλλόκοτη δύναμη έχω
Που να μιλώ με κάνει ˙
Απ’ τη στιγμή που βλέπω την όψη του
Γνωρίζω τον άνθρωπο
Που να μ’ ακούσει πρέπει:
Σ’ αυτόν την ιστορία μου διδάσκω. [...]
Και προσευχήθηκε ακόμα πιο πολύ εκείνος
Που αγάπησε ακόμη περισσότερο όλα
Όσα υπάρχουν, και μεγάλα και μικρά ˙
Γιατί ο Θεός που την αγάπη του μας δίνει
Έπλασε και τ’ αγαπάει όλα.
Ο Ναυτικός που τα μάτια του έλαμπαν
Και τη γενειάδα του είχε ασπρίσει ο χρόνος
Έφυγε: και τώρα ο Καλεσμένος στο Γάμο
Την πλάτη έστρεψε στου γαμπρού την πόρτα.
Πήγαινε σαν κάποιος που ‘χει άναυδος μείνει
Και τις αισθήσεις έχει χάσει:
Ένας άνθρωπος πιο κατηφής και πιο σοφός
Τ’ άλλο πρωί σηκώθηκε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου