«Αποτύχαμε γιατί τους απογοητεύσαμε όλους, ακόμα και το εαυτό μας» αναλογίζεται ο πρωταγωνιστής της ταινίας «Μαθήματα ζωής». Μια από τις καλύτερες ταινίες που είδα φέτος. «Μαθήματα ζωής» στον ελληνικό τίτλο ή Detachment (δηλαδή σε μετάφραση η ουδετερότητα, η αποστασιοποίηση, η αποφυγή της συναισθηματικής εμπλοκής).
Ο τίτλος της είναι ακριβώς η στάση ζωής που έχει επιλέξει ο πρωταγωνιστής, ο αναπληρωτής εκπαιδευτικός Χένρι Μπαρθς (Άντριεν Μπρόντι). Ο Χένρι είναι, από επιλογή του, αναπληρωτής καθηγητής αγγλικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Μια θέση που τον βολεύει, καθώς φοβάται οποιαδήποτε δέσμευση και δεν θέλει καμία μονιμότητα στη ζωή του. Με μικρά φλας μπακ οδηγούμαστε στο παρελθόν του, κατανοώντας ότι τον κατατρέχουν βασανιστικές, σοκαριστικές μνήμες από την παιδική του ηλικία. Μια παιδική ηλικία καθόλου ξένοιαστη. Η φιγούρα της μητέρας του επανέρχεται, αναδυόμενη, στοιχειώνοντας τη μνήμη του και σημαδεύοντας το παρόν του.
Στο νέο σχολείο που τον καλούν, αντιμετωπίζει μια κατάσταση όπου τα παιδιά- έφηβοι, είναι μαθημένα να προκαλούν, να προσβάλλουν, να απειλούν και να μην ενδιαφέρονται για τίποτε. Μηδενικοί στόχοι, μηδενικό ενδιαφέρον, μηδενιστική και απαξιωτική στάση. Η ίδια η ταινία δεν ενοχοποιεί τα παιδιά αλλά περισσότερο τους αδιάφορους γονείς τους που δημιουργούν, συντηρούν και επιδεινώνουν την κατάσταση με την εξίσου απαξιωτική στάση τους προς το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς. Στη βραδιά την αφιερωμένη στους γονείς δεν πατάει ούτε ένας. Η μόνη επαφή και παρουσία τους στο σχολείο είναι για να επιτεθούν και οι ίδιοι, προσβάλλοντας τους καθηγητές μπροστά στα μάτια των βλασταριών τους. Η αδιαφορία προς τα παιδιά τους μεταφράζεται -σας κάνουμε όλα τα χατίρια, είστε οι καλύτεροι και όλοι οι άλλοι φταίνε για τα χάλια σας.
Οι καθηγητές, κομμάτι και αυτοί μιας κοινωνίας χωρίς ιδανικά και αξίες, παραιτημένοι, φοβισμένοι, απελπισμένοι, χωμένοι στα δικά τους προσωπικά προβλήματα, παλεύουν με τη δική τους μοναξιά και τον δικό τους γολγοθά. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της καθηγήτριας του σχολείου, που ανάμεσα στο ζοφερό περιβάλλον του σχολείου, με γονείς και μαθητές που την εξευτελίζουν και κυριολεκτικά τη φτύνουν, και την παγερή μοναξιά του σπιτιού της, προτιμά το πρώτο. Ο γυρισμός στο άδειο της το σπίτι φαντάζει περισσότερο απελπιστική επιλογή.
Είναι λίγοι ακόμα οι καθηγητές που επιμένουν λίγο σαν άλλοι Δον Κιχώτες. Οι λίγοι που προσπαθούν, προσπαθούν συνάμα να επιβιώσουν: το χάπι της ευτυχίας παίρνει και δίνει. Ο Τζέιμς Κάαν υποδύεται έναν από αυτούς του καθηγητές που αντιστέκονται ακόμα: απολαυστικός στον ρόλο του αυτοσαρκαστικού δασκάλου που προσπαθεί να αντισταθεί επιστρατεύοντας χιούμορ και ανθρωπιά. «Το χειρότερο σ’ αυτή τα δουλειά είναι ότι κανείς δεν λέει ευχαριστώ» αναλογίζεται και προσπαθεί να παρηγορήσει την ψυχολόγο του σχολείο που φρίκαρε και αυτή. «Εγώ είμαι εδώ για να σου λέω ευχαριστώ»
Οι προϊστάμενες αρχές ενδιαφέρονται μόνο για τις επιδόσεις των μαθητών μετρώντας τα πάντα μόνο με ποσοτικά στοιχεία και αποτιμώντας την εκπαίδευση με καθαρά οικονομικές μεταβλητές. Υψηλές επιδόσεις σημαίνει, περισσότεροι γονείς που θα αγοράσουν σπίτια στην περιοχή προκειμένου να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, άρα αυξημένες αγοραπωλησίες. Τόσο απλά τα στάνταρ και οι δείκτες ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Μεγάλα λόγια «εσείς είστε οι πραγματικοί ήρωες» ξεστομίζει βερμπαλιστικά στους κουρασμένους καθηγητές και όταν τα μικρόφωνα σιωπούν τα ρίχνει ανελέητα στη διευθύντρια καθώς θεωρείται υπεύθυνη για όλα.Τραγική φιγούρα η Μέρεντιθ, η γλυκιά υπέρβαρη μα ταλαντούχα και δημιουργική έφηβη, που την απορρίπτει πρώτα ο ίδιος ο πατέρας της (δεν ταιριάζει καθόλου στο ιδανικό size των μπάρμπι συνομηλίκων της που έχουν αφομοιώσει όλο το εμπορικό καταναλωτικό, ισοπεδωτικό στάιλινγκ, και αυτό θα έχει ως συνέπεια να μην μπορεί να βρει τον γαμπρό), που γίνεται στόχος λεκτικής βίας από τους συμμαθητές της, και που προσκολλάται στον καθηγητή της προσπαθώντας κάπου να πιαστεί.
Είναι συγκλονιστική η σκηνή της Μέρεντιθ που απεγνωσμένα ζητάει από τον Χένρι να την ακούσει, κλαίει και τον αγκαλιάζει, ζητώντας μόνο ένα «ευήκοον ους» και μια αγκαλιά τρυφερή. Ο Χένρι πανικοβάλλεται, είναι αμήχανος και η συναδέλφισσα, που μπαίνει εκείνη τη στιγμή, έκπληκτη τον κριτικάρει για την απρέπεια της «σωματικής επαφής». Είναι ή ίδια όμως που απεγνωσμένα ζητάει την ανάλογη βοήθεια και επαφή από τον Χένρι. Η γλυκιά Μέρεντιθ θα αυτοκτονήσει τρώγοντας το μαύρο γλυκάκι από τα γλυκάκια που η ίδια έφτιαξε: το μαύρο γλυκάκι, «διαφορετικό» ανάμεσα στα δεκάδες άλλα άσπρα που ετοίμασε. Θα πέσει μπροστά στα μάτια των συμμαθητών της και των καθηγητών της, μπροστά στον Χένρι που την απογοήτευσε. Πόσες Μέρεντιθ δεν αντιμετωπίζουμε καθημερινά ως εκπαιδευτικοί στη δουλειά μας; Και ίσως το τέλος τους να μην είναι τόσο άμεσα τραγικό αλλά ποιος ξέρει σε τι ολέθριες μελλοντικές επιλογές δεν θα τις οδηγήσουμε ως γονείς και ως δάσκαλοι;
Το σχολείο κλείνει, ερημώνει και ο Χένρι επιστρέφει στην άδεια τάξη. Το αναποδογυρισμένο κόκκινο καρεκλάκι της Μέρεντιθ είναι εκεί, ανάμεσα σε σκόρπιες σελίδες από βιβλία, σε πεταμένα θρανία και σπασμένες καρέκλες. Μόνος του διαβάζει ένα απόσπασμα από το έργο του Πόε «Η πτώση του οίκου των Άσερ» (Η ιστορία της πτώσης του οίκου των Άσερ, είναι ένα από τα πιο γνωστά διηγήματα του Πόε. Διηγείται την επίσκεψή του στον πύργο του φίλου του, Ρόντερικ Άσερ, που πάσχει από σοβαρή διαταραχή των νεύρων. Μοναδική του παρέα η αδερφή του Μάντελιν, η οποία υποφέρει από μια μυστηριώδη ασθένεια. Η Μάντελιν θεωρείται ότι πεθαίνει και τη θάβουν ζωντανή- νεκρή. Όταν η κατάσταση της νεκροφάνειας τελειώνει η Μάντελιν εμφανίζεται γεμάτη αίματα. Τα δύο αδέρφια πεθαίνουν και ο οίκος των Άσερ, βουλιάζει, κυριολεκτικά στο έλος που περιβάλλει τον πύργο)
Henry reading Poe
Κάπως έτσι, θαμμένοι ζωντανοί οι πρωταγωνιστές του σκηνοθέτη Τόνι Κέι ο οποίος διεισδύει με βαθιά μαεστρία και αποτυπώνει με ευαισθησία αλλά και με ωμή σκληρότητα, όπου πρέπει, τις καταστάσεις. Η επιλογή του οσκαρικού ηθοποιού Άντριεν Μπρόντι (The pianist) είναι σοφή επιλογή: θλιμμένος, εσωστρεφής, αποστασιοποιημένος, ανθρώπινος, ευάλωτος, φοβισμένος. Προσπαθεί να βοηθήσει αλλά ο φόβος για ουσιαστικές σχέσεις τον κάνουν αμφίθυμο. Παρόλα αυτά θα αντιμετωπίσει με έναν διαφορετικό τρόπο τους μαθητές του και θα κερδίσει την ανοχή στην αρχή και μετά την εμπιστοσύνη τους. Αν και είναι τόσο ευάλωτος και συγκρατημένος όμως θα προστατεύει και τη μικρή ανήλικη πόρνη παίρνοντάς την στο σπίτι του, παρέχοντάς της στέγη και τροφή.
Ο Τόνι Κέι ξεκινάει από την αναπαράσταση ενός εκπαιδευτικού περιβάλλοντος της σύγχρονης αμερικάνικης κοινωνίας, αλλά η ματιά του αγκαλιάζει ολόκληρη την κοινωνία και εισχωρεί βαθιά στην ψυχή. Το «Detachment», είναι παντού και δηλώνει τη μοναξιά, τον φόβο, την απόγωνση που κατατρύχει και τον σύγχρονο κόσμο. Αυτή η ιδέα διαπερνά και διαβρώνει τις σχέσεις μεταξύ καθηγητών-μαθητών, γονέων-παιδιών, σχολείου και κοινωνίας, των ανθρώπων γενικότερα οι οποίοι διασταυρώνονται χωρίς ποτέ να γνωριστούν.
Η ζωή είναι ένα χάος, λέει ο ήρωας, όλοι έχουν προβλήματα επαναλαμβάνει. Η μοναξιά και ο φόβος της αληθινής επαφής είναι αυτό που συνέχεια επιστρέφει στην ταινία. Άνθρωποι που συμβιώνουν, που εργάζονται μαζί, που προσπερνούν ο ένας τον άλλο χωρίς καμία προσπάθεια να γνωριστούν, να μιλήσουν, να βγάλουν την ένταση, τον θυμό τους, την αγωνία, τον φόβο τους. Γυρνάν σε σπίτια όπου περιμένει μια απαθής και αποχαυνωμένη από την τηλεόραση σύζυγος (όπου προ πολλού έχει πετάξει ανεπιστρεπτί η ουσιαστική επικοινωνία και έχει χαθεί ακόμα και αυτή η προσχηματική προσπάθεια επικοινωνίας).
Δεν είναι η στρεβλή εκπαίδευση που μας φταίει, η εκπαίδευση είναι κομμάτι της κοινωνίας μας και καθρεφτίζει τη βαθιά παθογένεια της αμερικάνικης και όχι μόνο κοινωνίας. Μιας κοινωνίας, που αφού έχει απαξιώσει τους πάντες και τα πάντα, δημιουργεί παιδιά βαθιά πληγωμένα και προβληματικά. «Καθρέφτης σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω».
Η σκηνοθεσία είναι ευρηματική: παίζει λίγο με ένα ντοκουμενταρίστικο ύφος και εμβόλιμα χρησιμοποιεί animation. Eντυπωσιακό ότι τους δευτερεύοντες ρόλους ενσαρκώνουν μια πλειάδα πολύ γνωστών ηθοποιών όπως ο Τζέιμς Κάαν, η Μάρσια Γκέι Χάρντεν (βραβευμένη με Όσκαρ για την ταινία Πόλοκ), η Μπλάιθ Ντάνερ, (μητέρα της Γκουίνεθ Πάλτροου), η Λούσι Λιού, ο Τιμ Μπλέικ (τον είδαμε και στον Λίνκολν). Αν και το θέμα είναι δύσκολο και βαρύ και ή ίδια η ταινία είναι καταθλιπτική σε κανένα σημείο δεν ξεπέφτει και δεν γίνεται ένα εύκολο μελό. Αντίθετα είναι μια γροθιά στο στομάχι που, πιστέψτε με δύσκολα θα το χωνέψετε. Η πικρή γεύση της θα σας ακολουθεί και θα σας συντροφεύει για αρκετό χρόνο.
She lifts her skirt up to her knees,
walks through the garden rows with her bare feet, laughing.
I never learned to count my blessings,
I choose instead to dwell in my disasters.
I walk on down the hill,
through grass, grown tall and brown
and still its hard somehow to let go of my pain.
On past the busted back of that old and rusted Cadillac
that sinks into this field, collecting rain.
Will I always feel this way?
So empty, so estranged.
And of these cut-throat busted sunsets,
these cold and damp quiet mornings
I have grown weary.
If through my cracked and dusted dime-store lips
I spoke these words out loud would no one hear me?
Lay your blouse across the chair,
let fall the flowers from from your hair
and kiss me with that country mouth, so plain.
Outside, the rain is tapping on the leaves,
to me it sounds like they're applauding us the the quiet love we've made.
Will I always feel this way?
So empty, so estranged.
Well I looked my demons in the eyes,
laid bare my chest, said "Do your best, destroy me.
You see, I've been to hell and back so many times,
I must admit you kind of bore me."
There's a lot of things that can kill a man,
there's a lot of ways to die,
listen, some already did that walked beside me.
There's a lot of things I don't understand,
why so many people lie.
Its their hurt I hide that fuels the fire inside me.
Will I always feel this way?
So empty, so estranged.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου